Το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου ακολουθεί τα ίχνη που άφησαν πίσω τους οι νεκροί του «Σωτηρία» -βαλίτσες με επιστολές, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν τυχαία το 2015- και εντοπίζει ζώντες απογόνους τους ανά την Ελλάδα.
«Πολυαγαπημένο μου παιδί, μου λες ότι στεναχωριέσαι εκεί και μου λες ότι θέλεις να με δεις. Εγώ θέλω χιλιάδες φορές περισσότερο να έρθω, γιατί μακριά σου βασανίζομαι πιο πολύ. Σε φιλώ, η άτυχη μητέρα σου Ελένη».
«Πολυαγαπημένε μου Τάκη, άνοιγα το γράμμα σου και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα».
«Πολυαγαπημένη μου Αθηνά, ο βήχας με ταράζει»
«Να με ενθυμήστε στας προσευχάς σας»
Οι φράσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν βγει από μυθιστόρημα του Ρομαντισμού. Δεν πρόκειται όμως για μυθοπλασία, αλλά για τις σπαρακτικές επιστολές που αντάλλασσαν οι φυματικοί ασθενείς του νοσοκομείου «Σωτηρία» με τις οικογένειές τους. Το 2015, η κατεδάφιση ενός τοίχου λόγω διαρροής στο ιστορικό νοσοκομείο έφερε, τυχαία, στο φως έναν ολόκληρο κόσμο «αζήτητων» νεκρών.
Βρέθηκαν στοιβαγμένες δεκάδες βαλίτσες που περιείχαν προσωπικά αντικείμενα ασθενών που νοσηλεύτηκαν -και οι περισσότεροι άφησαν την τελευταία τους πνοή- στο «Σωτηρία» δεκάδες χρόνια πριν, από το 1945 έως το 1975, όταν η φυματίωση μάστιζε την Ελλάδα. Κανείς ποτέ δεν αναζήτησε τη σορό ή τα υπάρχοντά τους. Άποροι ασθενείς, από την επαρχία οι περισσότεροι, έζησαν για χρόνια στο μεγαλύτερο σανατόριο της Αθήνας, που ιδρύθηκε το 1905, και πέθαναν μόνοι, μακριά από τους δικούς τους.
Η τυχαία ανακάλυψη των υπαρχόντων τους αποκαλύπτει ένα προσωπικό και συλλογικό τραύμα που αποτυπώνεται με ευαισθησία στο νέο ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου «Αζήτητοι», που απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Director of Photography
Σχεδόν 80 χρόνια μετά, η σκοτεινή τους ιστορία έρχεται στο φως, μέσα από τα υπάρχοντά τους και την αναζήτηση συγγενών τους, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να μην ήξεραν ότι ο δικός τους άνθρωπος είχε πεθάνει από φυματίωση στο «Σωτηρία»
Οι ανώνυμοι αυτοί ασθενείς θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στον χώρο του νοσοκομείου που κανείς μέχρι και σήμερα, δεν γνωρίζει ακριβώς πού βρίσκονται, γεγονός εξαιρετικά τραυματικό για τους απογόνους τους.
Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ στον κινηματογράφο «Δαναό» από τις 19 μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, που εγκαινιάζει τη νέα σεζόν του CineDoc, συναντήσαμε τη σκηνοθέτιδα Μαριάννα Οικονόμου για μια συζήτηση γύρω από την ταινία και την αθέατη πλευρά της ζωής και του θανάτου στο «Σωτηρία».
Όταν ξεκινήσατε να ερευνείτε το περιεχόμενο των βαλιτσών, ποιες ήταν μερικές από τις επιστολές και τα πρώτα αντικείμενα που ανακαλύψατε;
Κάθε πακέτο ήταν μοναδικό, ήταν σαν μια ανασκαφή, πραγματικά. Βρήκαμε φυλαχτά, σπίρτα, αποξηραμένα λουλούδια, ζωγραφιές, σχέδια, ποιήματα, το Ευαγγέλιο, κορνίζες, φωτογραφίες, ημερολόγια, αποκόμματα από εφημερίδες -ειδικά ό,τι είχε να κάνει με το φάρμακο- τα γυαλιά τους, τα κλειδιά του σπιτιού τους, φύλλα απορίας -ήταν άποροι οι περισσότεροι. Υπήρχαν όλα μέσα στις βαλίτσες.
Το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα ήταν οι επιστολές. Εκτυλίσσονταν απίστευτες συζητήσεις ανάμεσα σ’ αυτούς τους εγκλωβισμένους ανθρώπους, που έζησαν στο «Σωτηρία», από 18 μήνες το λιγότερο μέχρι και εφτά χρόνια μια κοπέλα απ’ ό,τι είδαμε, και τις οικογένειές τους που ήταν σε διάφορα απομακρυσμένα χωριά και νησιά της Ελλάδας.
Οι οικογένειες ήξεραν τι αρρώστια είχε ο συγγενής τους στο περίπου. Δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη «φυματίωση». Σε κάποια γράμματα, μάλιστα, η σύζυγος ευθέως τον ρωτάει τι έχει, γιατί ο πυρετός και ο βήχας δεν υποχωρούν, γιατί δεν τον κάνουν καλά οι γιατροί.

Director of Photography
«Γιατί δεν μου λες τι έχεις;» ήταν η ερώτηση. Υπήρχε και το κοινωνικό στίγμα πολύ έντονα, ειδικά στα χωριά, όπου επ’ ουδενί δεν έπρεπε να μαθευτεί ότι η οικογένεια είχε έναν φυματικό, διότι θα την απέβαλαν κοινωνικά. Οι ίδιοι οι φυματικοί απέφευγαν να πουν τη λέξη και το ονόμαζαν «χτικιό», «φθίση» και αλλιώς. Αυτό που μας είπανε πολλοί και αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ είναι ότι ουσιαστικά όποιος πήγαινε εκεί ήταν ετοιμοθάνατος. Όποιος πέρναγε την πύλη του «Σωτηρία», ήξερε ότι είχε λίγες πιθανότητες να ξαναβγεί.
Από τις επιστολές που διαβάσατε, υπάρχει κάποια ιστορία ή φράση που σας έχει μείνει;
Πάρα πολλά πράγματα μου έχουν μείνει. Πρέπει να πω ότι από τις πιο σπαρακτικές επιστολές ήταν συνήθως αυτές από τις μάνες προς τα παιδιά τους στο «Σωτηρία». Αυτές οι μάνες νιώθουν ανήμπορες να βοηθήσουν τα παιδιά τους και τους γράφουν απίστευτα πράγματα.
Κάτι άλλο που είχε μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι κάποιοι ασθενείς δεν πρόλαβαν ποτέ να στείλουν τις επιστολές που είχαν γράψει. Μέσα από αυτά τα γράμματα, καταλαβαίνουμε πώς ζούσαν οι ίδιοι. Είναι η δική τους οπτική και οι δικές τους εμπειρίες καταγεγραμμένες. Ένας από τους ασθενείς, ο Απόστολος είχε γράψει ένα ολόκληρο ποίημα (ή ίσως το είχε αντιγράψει από κάπου;) που απευθυνόταν στη μητέρα του.
Ορίστε μερικά στιχάκια:
«Μανούλα μου όταν άνοιξα του σανατόριου την πόρτα, ήταν κι άλλοι σαν κι εμέ, μα τώρα είναι χώμα.
Κάτσε μανούλα μου να φας και μέτρα τα παιδιά σου και κοίταξε από μακριά ποιο λείπει από κοντά σου.
Δεν είναι κρίμα και άδικο, δεν είναι και αμαρτία να βρίσκομαι στο σανατόριο σε αυτή την ηλικία;
Πορτοκαλιά εφύτευσα στο σανατόριο, όταν μπήκα και πορτοκάλι έφαγα και ακόμα δεν εβγήκα.
Μα όλα τα τρένα ήρθανε και όλοι οι ταχυδρόμοι, μα εμένα η μανούλα μου δεν φάνηκε ακόμη».

Director of Photography
Αυτή η ευχή για «καλή αντάμωση» που έγραφαν στις επιστολές και δεν ήρθε ποτέ. Μετά τα πρώτα γυρίσματα στο «Σωτηρία», ήρθε το κεφάλαιο της αναζήτησης των συγγενών κάποιων από τους νεκρούς. Πώς ήταν αυτή η διαδικασία;
Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία, που κυρίως την ανέλαβε η ερευνήτριά μας, η Νίκη Τσιλιγκίρογλου μαζί με τη Ραχήλ Μανουκιάν. Πήραν πολλά τηλέφωνα. Όλα τα στοιχεία και οι μαρτυρίες που είχαμε ήταν από τη δεκαετία του 1940, 1950 και 1960, μέσα από τα γράμματα τους. Οπότε, πολλά τοπωνύμια είχαν αλλάξει και τα μητρώα ήταν σαφώς ελλιπή.
Άρα, δεν ήταν καθόλου εύκολο να εντοπίσουμε τα πρόσωπα. Πολλά από αυτά τα χωριά είχαν σχεδόν εγκαταλειφθεί. Επίσης, με όσους μιλήσαμε από τις αρχές, υπήρχε ένας φόβος περί του ποιοι είμαστε· μας έλεγαν ότι δεν μπορούν να μας μιλήσουν λόγω προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Όποιος πέρναγε την πύλη του «Σωτηρία», ήξερε ότι είχε λίγες πιθανότητες να ξαναβγεί
Ευτυχώς, υπήρξαν κάποιοι που ευαισθητοποιήθηκαν και μας βοήθησαν. Ψάξαμε για τουλάχιστον 15-20 άτομα και τελικά βρήκαμε τέσσερα. Έπρεπε να παίξουμε τον ρόλο του αγγελιαφόρου της κακιάς είδησης. Μετά από 60 χρόνια, έπρεπε να μιλήσουμε σε έναν άνθρωπο που ίσως δεν ήταν έτοιμος να ακούσει και να του πούμε:
«Ο δικός σας άνθρωπος νοσηλεύτηκε και πέθανε στο “Σωτηρία”. Είχε φυματίωση και είναι θαμμένος σε έναν ομαδικό τάφο, αλλά δεν ξέρουμε πού βρίσκεται· έχουμε όλη την αλληλογραφία της οικογένειάς σας και όλα του τα υπάρχοντα».
Οι αντιδράσεις του καθενός ήταν διαφορετικές. Όλοι, φυσικά, σοκαρίστηκαν, μετά από τόσα χρόνια. Κάποιος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, δεν ήξερε τι να αισθανθεί. Κάποιος άλλος συγκινήθηκε αφάνταστα πολύ. Τον βρήκαμε, και πήρε το αεροπλάνο από το Παρίσι για να έρθει. Για αυτόν λειτούργησε λυτρωτικά.
Βρήκαμε μία οικογένεια που δεν άντεχε την ιδέα της μνήμης. Ήταν τόσο τραυματικό όλο αυτό που προτίμησε να μην ξέρει. Μας είπαν «σας ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν θέλουμε να ξέρουμε, δεν θέλουμε να δούμε τίποτα. Είναι ανθρώπινα όλα αυτά.

Director of Photography
Ήταν συγκλονιστικές οι σκηνές του ντοκιμαντέρ, όπου έβλεπες τα παιδιά των ανθρώπων που πέθαναν στο Σωτηρία να διαβάζουν τα γράμματα που αντάλλασσαν οι γονείς τους. Αυτά τα γυρίσματα πώς ήταν;
Η ατμόσφαιρα ήταν πάρα πολύ φορτισμένη, γιατί πραγματικά διάβαζαν τα γράμματα εκείνη τη στιγμή, μπροστά μας, για πρώτη φορά. Δεν τους τα είχαμε δώσει από πριν. Ήταν πολύ συναισθηματικό όλο αυτό.
Ακόμα δεν έχουν βρεθεί αυτοί οι ομαδικοί τάφοι στο «Σωτηρία». Ακόμα δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι θαμμένοι αυτοί οι άνθρωποι.
Σωστά, δεν το γνωρίζουμε, διότι είναι ένα θέμα το οποίο είχε αποσιωπηθεί. Υπάρχει, γενικώς, μια μυστικότητα, μια σιωπή. Κανείς δεν θέλει να μιλάει για αυτό. Tο νοσοκομείο δεν θέλει να το συζητάει, δεν έχει πάρει κανείς ευθύνη. Δεν ξέρουμε. Υπάρχουν υποψίες και κάποιες μαρτυρίες ανθρώπων που λένε ότι εδώ πρέπει να είναι θαμμένοι, ότι εδώ ίσως κάτι είδαμε, αλλά κανείς δεν έχει ασχοληθεί.
Θα ήθελα πάρα πολύ αυτή η ταινία να ευαισθητοποιήσει την Πολιτεία. Αισθάνομαι ότι αυτούς τους ανθρώπους τούς έφαγε το απόλυτο σκοτάδι. Απ’ τη στιγμή που χάθηκαν οι μνήμες για αυτούς, είναι σαν να μην υπήρξαν και ποτέ. Μιλάμε για 350 άτομα. Δεν γίνεται να μην τιμηθούν με κάποιο τρόπο. Το πιο απλό θα ήταν ένα μνημείο μέσα στο «Σωτηρία», στο οποίο θα καταγραφούν τα ονόματά τους.

Να μην είναι ανώνυμοι πια.
Ακριβώς. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν πουθενά τα ονόματά τους. Και για τις οικογένειες είναι πάρα πολύ τραυματικό αυτό.
Πώς «έγραψε» στα παιδιά των ανθρώπων που πέθαναν στο «Σωτηρία» και εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ όλη αυτή η καινούργια πληροφορία για τους γονείς τους; Τι σας λένε τώρα;
Για τον «Αντωνάκη» είναι ακριβώς αυτό που λέει και στην ταινία, μια λυτρωτική εμπειρία. «Κάτι που είχε γίνει στραβά, διορθώθηκε», λέει. Για αυτόν, είναι ένα κλείσιμο όλο αυτό, γιατί είχε μείνει με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Η μητέρα του δεν του είχε πει την αλήθεια για τον πατέρα του. Δεν ήξερε ούτε από τι πέθανε, ούτε πού είναι θαμμένος.
Μία αυλαία, ας πούμε.
Ναι, για τον Αντώνη ήταν καθαρά λυτρωτικό. Για τον Νίκο στη Χίο, ήταν μια εμπειρία που τον τάραξε πάρα πολύ. Δεν ήξερε τι να νιώσει και πώς να αντιδράσει, γιατί ήταν μωρό όταν πέθανε ο πατέρας τους. Είναι ενδεικτικό του κοινωνικού στίγματος που υπήρχε γύρω από την ασθένεια ότι η μητέρα του και οι συγγενείς του δεν του μίλησαν ποτέ για τον πατέρα του. Όταν πήγαμε να τον δούμε στη Χίο μας έλεγε ότι συνέχεια ζητούσε να μάθει για τον πατέρα του. Το μοναδικό πράγμα που του έλεγαν είναι ότι ήταν πολύ καλός μουσικός -τίποτα άλλο.
Μετά την πρώτη μέρα που κάναμε γύρισμα με τον Νίκο και του δώσαμε τα γράμματα, μου είπε η γυναίκα του ότι κάθισε όλο το βράδυ ξάγρυπνος, για να διαβάσει ξανά όλες τις επιστολές, μόνος του. Τότε, έγραψε αυτόν τον αμανέ που έχουμε στην ταινία και τον απευθύνει στον πατέρα του. Ήταν ο δικός του τρόπος να επικοινωνήσει· ένας φόρος τιμής προς τον πατέρα του.

Director of Photography
Τώρα που η ταινία έχει συναντήσει το κοινό, θα θέλατε να μας πείτε πώς γεννήθηκε η πρώτη ιδέα για την υλοποίησή της;
Η ταινία αυτή προέκυψε τελείως κατά τύχη. Εν μέσω πανδημίας, το 2020, μέσα στον Covid, συνάντησα τελείως τυχαία έναν γιατρό, ο οποίος ήταν μέλος της ομάδας που βοήθησε στη διάσωση αυτού του αρχείου, το 2015. Εργαζόταν ο ίδιος στο νοσοκομείο, όταν βρέθηκε όλο αυτό το υλικό. Μου λέει αυτή την ιστορία και τη βρίσκω συγκλονιστική. Κάνουμε μια επίσκεψη στο νοσοκομείο, στο μέρος όπου είχαν αποθηκεύσει το αρχείο, και μου έδειξε κάποια δείγματα.
Ομολογώ ότι από την πρώτη στιγμή που ανοίξαμε κάποια πακέτα και είδα το περιεχόμενο, και κυρίως όταν διαβάσαμε αποσπάσματα από την αλληλογραφία μεταξύ των ασθενών και των οικογενειών τους, ήμουν σίγουρη ότι θα έκανα μια ταινία για αυτό. Αισθάνθηκα ότι ήταν μονόδρομος.
Μου έγινε σχεδόν εμμονική η όλη ιστορία, δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου. Μετά μπήκαμε στη διαδικασία αδειοδότησης από το νοσοκομείο, από την επιτροπή του μουσείου του «Σωτηρία», πράγμα που δεν ήταν και ό,τι πιο εύκολο. Κράτησε τουλάχιστον έξι μήνες. Τελικά, όταν είχα αρχίσει να χάνω τις ελπίδες μου ότι θα μου επιτρέψουν να έχω πρόσβαση στο υλικό, με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν:
«Θα σου δώσουμε δέκα μέρες, παρουσία μιας μουσειολόγου» και ουσιαστικά μέσα σε αυτές τις δέκα μέρες, έπρεπε να μαζέψουμε όλο το υλικό της ταινίας. Όπως καταλαβαίνετε, δεν είχαμε καν τον χρόνο να μελετήσουμε, να επιλέξουμε, να αξιολογήσουμε.
Είχα μία πολύ καλή ερευνήτρια στην ομάδα, τη Νίκη Τσιλιγκίρογλου, η οποία άνοιγε τα πακέτα, προσπαθούσε κι αυτή να καταγράψει κάπως τις ιστορίες, αλλά ουσιαστικά μαζεύαμε υλικό στα τυφλά. Η επεξεργασία και η δουλειά έγινε μετά τη συλλογή του υλικού, γιατί έπρεπε προλάβουμε.

Director of Photography
Οι δύο μοδίστρες του ραφείου του «Σωτηρία», η Λίτσα Διαμαντίδου και η Γιώτα Τζουανοπούλου είναι οι οδηγοί των θεατών μέσα στην ταινία, δηλαδή βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια τους. Αυτές ανακάλυψαν, τυχαία, τις βαλίτσες, σωστά;
Οι βαλίτσες ήταν κρυμμένες πίσω από έναν τοίχο στο ισόγειο του κτιρίου που βρίσκεται το ραφείο του νοσοκομείου. Όταν έπεσε αυτός ο τοίχος γινόταν φασαρία και οι εργάτες άρχισαν να πετάνε τις βαλίτσες και ό,τι βρήκαν στον κάδο. Οι δύο μοδίστρες βγήκαν στο μπαλκόνι και είδαν όλες αυτές τις διασκορπισμένες βαλίτσες, κάποιες είχαν σπάσει, είχαν ανοίξει πακέτα. Είδαν φωτογραφίες, επιστολές, μικροαντικείμενα, ρούχα και έτρεξαν κάτω να καταλάβουν τι συμβαίνει. Αντιλήφθηκαν ότι όλα αυτά ανήκουν σε κάποιους ανθρώπους, δεν γινόταν να πεταχτούν έτσι.
Σταμάτησαν το απορριμματοφόρο που ήταν έτοιμο να τα πάει όλα στη χωματερή και πήραν τηλέφωνο έναν γιατρό από την επιτροπή του Μουσείου που πάνε να στήσουν στο «Σωτηρία». Ήρθε όλη η ομάδα του Μουσείου, αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για ένα θησαυρό και συγκέντρωσαν όλα τα αντικείμενα στο κτίριο όπου ετοιμάζεται το μουσείο, μέσα στον χώρο του νοσοκομείου.
Αν δεν ήταν αυτές οι δύο γυναίκες μπορεί να μην είχαμε μάθει ποτέ για την ύπαρξη των βαλιτσών;
Ακριβώς, όλη αυτή η ιστορία είναι αποτέλεσμα πολλών τυχαίων γεγονότων. Τυχαία έγινε η διαρροή και έριξαν τον τοίχο, τυχαία βρέθηκαν οι βαλίτσες και αν δεν ήταν οι ράφτρες και κάποιοι άλλοι άνθρωποι να τις κουβαλήσουν, αυτός ο θησαυρός θα είχε πεταχτεί.
INFO: Η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «ΑΖΗΤΗΤΟΙ» της Μαριάννας Οικονόμου θα πραγματοποιηθεί στις 19/9 στις 20.00 στον ΔΑΝΑΟ παρουσία της σκηνοθέτιδας και των συντελεστών, ενώ θα ακολουθήσουν θεματικές προβολές με ειδικούς καλεσμένους από την ιατρική και πανεπιστημιακή κοινότητα, μέχρι και τις 25/9.