Ημέρα Τρανς Μνήμης σήμερα και μιλήσαμε με εκείνη που κινδύνευσε γιατί ζήτησε τον λόγο όταν χλευάστηκε, νικώντας κάθε φόβο για την αξιοπρέπεια της.
Θαρρείς πως ο Νοέμβρης μπήκε στον ημερολογιακό χάρτη για να μας θυμίζει ότι κανένας αγώνας δεν κερδίζεται παντοτινά. Αντίθετα, κάθε μάχη δημιουργεί γρατζουνιές από κοφτερά τραύματα, ξεκαθαρίζοντας ότι η επιλογή της ελευθερίας κρύβει ένα κόστος που κάποιες φορές ξεπληρώνεται με την ίδια τη ζωή.
Στις 20 Νοεμβρίου, η τρανς κοινότητα καλείται να κάνει τον πιο θλιβερό απολογισμό, διαπιστώνοντας για ακόμη μια χρονιά πως κάθε ημέρα που περνάει, τουλάχιστον ένας τρανς συνάνθρωπος μας δολοφονείται σε κάποια μεριά του πλανήτη.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Τρανς Δολοφονιών, 320 τρανς και φυλοδιαφορετικά πρόσωπα προστέθηκαν μόνο φέτος στον κατάλογο των δολοφονιών, λόγω του παράλογου ρατσιστικού, τρανσφοβικού μίσους.
Ο αριθμός αυτός ξεπερνά τα 392 περιστατικά εάν προσθέσουμε τις αυτοκτονίες και τα περιστατικά που δεν εξιχνιάστηκαν ακόμη.
Τα περισσότερα θύματα ήταν μεταξύ 19 και 25 ετών.
Οι αριθμοί μπορεί να δίνουν μια εικόνα για το πώς διαμορφώνεται η δυστοπική πραγματικότητα, οι άνθρωποι όμως είναι τα όνειρα και οι ελπίδες τους, είναι ένα καλοκαίρι που δεν χειμώνιασε, ένα ξενύχτι που δεν ξεμέθυσε, μια αγκαλιά που ξημερώθηκε κάπου που οι άνθρωποι κοιμούνται χωρίς εφιάλτες.
Η Ήβη Καΐσερλη, είναι τρανς γυναίκα, εργάτρια του σεξ, ακτιβίστρια. Δεν θυμάμαι πότε διάβασα πρώτη φορά όσα μοιράζεται η ίδια στον προσωπικό της λογαριασμό στο διαδίκτυο, αλλά ξέρω ότι πάει καιρός που ήθελα να κάνουμε αυτή την κουβέντα.
Η συζήτησή μας ξεκινά επιστρέφοντας στα χρόνια της πανδημίας, τότε που το ξέσπασμα του #metoo ψευτοσόκαρε τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, με εκατοντάδες άρθρα να αφιερώνονται – καλώς – για το τι είναι τελικά η έμφυλη βία που βιώνουν οι γυναίκες εδώ και δεκαετίες.
Τη ρωτάω αν έπειτα από τόσες διεργασίες, θεωρεί ότι όταν το κοινωνικό σύνολο ακούει για έμφυλη κακοποίηση, έχει κατανοήσει ότι στο πλαίσιο αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και οι τρανς γυναίκες
«Όχι δεν το πιστεύω! Μόνο ένα μέρος του κόσμου το έχει κατανοήσει, κυρίως το άμεσα ενδιαφερόμενο στον τομέα των δικαιωμάτων και ειδικά το κομμάτι των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων, είναι αυτό που αναγνωρίζει τις τρανς γυναίκες ως γυναίκες και ως θύματα γυναικοκτονιών ή εμφυλης βίας.
Κάποιοι που προσπαθούν να κρατήσουν το δωμάτιο αυτό ερμητικά κλειστό, δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις ότι προέρχονται πάντα από αντίπαλους πολιτικούς ή ιδεολογικούς χώρους. Μια βόλτα στα σχόλια και τις απαντήσεις επί των παρεμβάσεων που κάνουμε σε “κινηματικές” σελίδες ή προφίλ σε σχέση με τις σωστές διατυπώσεις θα σε πείσει για του λόγου μου το αληθές».
Η Ήβη μου λέει ότι από την ώρα που ένα τρανς παιδί συνειδητοποιήσει την ταυτότητά του και θέλει να επικοινωνήσει το τι αισθάνεται, ξεκινάει ο προσωπικός του Γολγοθάς
«Οι περισσότεροι θα το κοροϊδέψουν, πολλοί θα προσπαθήσουν να το πείσουν ότι δεν είναι φυσιολογικό, ότι είναι κάποια φάση, θα το ψυχιατρικοποιήσουν. Αυτό συνιστά αμφισβήτηση του ίδιου του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Η παραβίαση, ξεκινά με τις κακοποιητικές συμπεριφορές που μπορεί να περιλαμβάνουν από λεκτική, ψυχολογική μέχρι και σωματική βία του αισχίστου βαθμού».
«Συνομιλώντας κατά καιρούς με τρανς φίλες και συντρόφισσες, έχω αντιληφθεί ως κοινό παρονομαστή ότι η βία που δέχονται οι τρανς γυναίκες είναι η πιο ακραία μορφή βίας».
«Οι τρανς γυναίκες δεν είναι πιο ευάλωτες στην έμφυλη βία, απλώς πέφτουν ευκολότερα θύματα εκμετάλλευσης και κακοποίησης λόγω των πολλαπλών αποκλεισμών που βιώνουν, καθώς και λόγω της αμφισβήτησης της ίδιας τους της υπόστασης».
«Στα μάτια των κακοποιητών οι τρανς ζωές έχουν λιγότερη σημασία ή αξία, που δεν θα τις αναζητήσει κανείς. Ζωές ανάξιες να βιωθούν. Γι’ αυτό, οι επιθέσεις και οι δολοφονίες τρανς ανθρώπων διακρίνονται συχνά για τη νοσηρότητα και το μένος με τα οποία διαπράττονται».
Τη ρωτάω για το αν ο τρόπος που το κράτος επιμένει να βάζει εμπόδια στη διαδικασία της φυλομετάβασης, συντηρεί το ρατσιστικό μίσος που δυστυχώς έχει ριζώσει στον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας.
«Το να μην ενσωματώνει ένα κράτος συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή οδηγία που να εξομαλύνει μια τόσο χρονοβόρα, κοστοβόρα και επίπονη διαδικασία, σαφώς και συμβάλλει στη διατήρηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι τρανς άνθρωποι, συντηρώντας όλο το φάσμα των προκαταλήψεων που οδηγούν σε θεσμικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς».
«Αυτό που θα έπρεπε να συμβεί είναι όχι μόνο να υπάρξει ένας κρατικός πλοηγός που να καλύπτει όλα τα στάδια της φυλομετάβασης μέσω ασφαλιστικών ταμείων, αλλά να επεκταθεί το νομικό πλαίσιο σε βαθμό που να περιλαμβάνει τα τρανς άτομα σε όλες τις βαθμίδες του δημόσιου βίου που άπτονται νομικής κάλυψης, όπως μεταξύ πολλών άλλων, το δικαίωμα στο γάμο και τη γονιμότητα».
Όλες μας, από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να μοιραστούμε ένα τραύμα μας, έχουμε περάσει από σκέψεις για το ποιά θα είναι η δεύτερη ψυχολογική κακοποίηση που θα δεχτούμε μέσω της αμφισβήτησης με το γνωστό: «Τα ήθελε και τα έπαθε».
Αναρωτιέμαι αν σε ένα κράτος ακραίων ανισοτήτων, μη δίνοντας επαγγελματικές επιλογές ειδικά στις τρανς γυναίκες, η επιλογή της εργασίας στο σεξ κάνει την αποκρουστική αυτή φράση ακόμη πιο ισχυρή.
«Σαφώς! Τα τρανς άτομα δεν ξυπνάνε ένα πρωί με όνειρο να φετιχοποιούνται κάθε βράδυ, από όλους αυτούς που τους κλείνουν την πόρτα της κοινωνίας στις ίσες ευκαιρίες. Από την άλλη, είναι σχεδόν μονόδρομος για τα άτομα που επιθυμούν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς και να καλύψουν τα έξοδα της μετάβασής τους και κάποιων ιατρικών πράξεων».
Η Ήβη νιώθει ευγνώμων για την εξέλιξη των ιδεών και για την ύπαρξη ενός φεμινισμού συγχρόνου, πιο συμπεριληπτικού και μη τραυματικού που δίνει φωνή και χώρο στις τρανς γυναίκες
«Θεωρώ πως ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς μέχρι να μην ενοχλούνται “άτομα ευχαριστημένα με το φύλο το οποίο έτυχε να γεννηθούν” από ορολογίες που μόνο σκοπό έχουν να μην τραυματίσουν περισσότερο “άτομα που δεν έτυχε να γεννηθούν στο επιθυμητό φύλο” και να διευκολύνουν το δημόσιο θεωρητικό διάλογο».
Το καλοκαίρι του 2016, η Ήβη δέχθηκε ρατσιστική επίθεση από δύο άγνωστους άντρες λόγω της ταυτότητας φύλου της. Η επίθεση είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά διάκρισης και κατά συνέπεια, υπάγεται στον αντιρατσιστικό νόμο, όπως ανέδειξε και η ίδια. Στη δικογραφία, ωστόσο, δεν αποτυπώθηκε κανένα τέτοιο κίνητρο για τους δράστες.
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση και δη από τον “προσδιορισμό” – την απαγγελία, δηλαδή, των κατηγοριών – από γυναίκα εισαγγελέα στην οποία δεν άρεσε ούτε ότι ήμουν ενήμερη για το νόμο, ούτε ότι τον επικαλέστηκα πολλές φορές».
Προφανώς, ούτε ότι ήξερα πώς να τον ακολουθήσω προς όφελός μου, πηγαίνοντας να δημιουργήσω ένα δεδικασμένο με αντιμετώπισε απαξιωτικά και διεκπεραιωτικά, εξαντλώντας το προνόμιο της εξουσιαστικής της θέσης σε κάθε μου ένσταση και μεταθέτοντάς μου, στην ουσία, το βάρος της απόδειξης, κοστίζοντας μου πρακτικά, σε τεχνικό επίπεδο, στην έκβαση της δίκης».
«Δεν πήγα να περάσω το προσωπικό της κάστινγκ. Πήγα και της εξέθεσα ό,τι είχα στη φαρέτρα μου, προσπαθώντας να βρω το δίκιο μου. Ευτυχώς, η κοινωνική κινητοποίηση και η τελική απόφαση της έδρας έδωσαν στο τέλος το σωστό μήνυμα. Αν είχαμε εφησυχαστεί, δεν θα είχα καμία εμπιστοσύνη ούτε στο σύστημα, ούτε στην εξουσία. Τι λέγαμε; Για συγκάλυψη, ε;».
Σε δηλώσεις της για το συμβάν, η Ήβη είχε αναφέρει:
«Χτυπήθηκα επειδή ζήτησα τον λόγο. Επειδή δεν δέχτηκα την χλεύη, δεν συνέχισα τον δρόμο μου και αντιμίλησα. Ζήτησα να μάθω τον λόγο που δύο άγνωστοι αποφάσισαν εφτά η ώρα το πρωί να σπάσουν πλάκα μαζί μου, εκσφενδονίζοντας αντικείμενα και περιμένοντας εγώ αυτό να το δεχτώ και να το υπομείνω […]
Γιατί θεωρούσαν ότι δεν τρέχει και τίποτα. Ότι ίσως η ζωή μου δεν έχει αξία όπως η αξιοπρέπειά μου, η ύπαρξή μου στον δημόσιο χώρο. Όχι. Έχω αξιοπρέπεια. Μου ανήκει ο δημόσιος χώρος. Η ζωή μου έχει αξία».
Της λέω πως με συγκινούν βαθιά αυτά τα λόγια, είναι ό,τι πιο ανθρώπινο, πολιτικό και προσωπικό μπορεί να ειπωθεί γι’ αυτόν τον παραλογισμό
«Πέρα από τους ασφαλείς κοινωνικούς και φιλικούς κύκλους που συντηρώ, ο αγώνας μου να αποδείξω ότι μου αξίζει, όχι κάποιος ειδικός, αλλά ο απολύτως ελάχιστος και υποτυπώδης σεβασμός, είναι σχεδόν καθημερινός σε κάθε έκφανση της δημόσιας ζωής».
«Από τις συναλλαγές μου με το δημόσιο, μέχρι την “έγκρισή” μου από τους ήδη παρευρισκόμενους σε κάποιο χώρο που προορίζεται για όλους. Δεν είναι παράνοια, είναι μια πραγματικότητα που το μάτι μου έχει εξασκηθεί να τη βλέπει. Δεν πολυξαποσταίνω».
Το περασμένο καλοκαίρι είχαμε το τραγικό γεγονός, της δολοφονίας της Άννας, στον Άγιο Παντελεήμονα.
«Ταράχτηκα στο άκουσμα αυτής της είδησης και γιατί έτυχε να τη γνωρίσω, αλλά και γιατί ταυτίστηκα μαζί της. Για μέρες περνούσαν όλα αυτά που λέμε εδώ πέρα από το μυαλό μου. Πολλές από εμάς θα μπορούσαν να είναι στη θέση της μιας και, λίγο-πολύ, όλες όσες μοιραζόμαστε τις ίδιες συνθήκες, σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα».
«Πέρα από το αρχικό σοκ της είδησης, εξοργίστηκα όχι μόνο από την επιτήδεια επιμονή κάποιων να την αποκαλούν άνδρα, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο τρέφονταν αχόρταγα από το πένθος μας επανατραυματίζοντάς μας ξανά και ξανά, με προσβλητικά και ειρωνικά σχόλια, κάτι που συμβαίνει συχνά από τις δολοφονίες του Ζακ και του Παύλου Φύσσα, μέχρι την αναγγελία του θανάτου της μητέρα της Τζένης Χειλουδάκη. Με εξοργίζει που χαίρονται με τον πόνο μας και που επιθυμούν να μας προκαλέσουν περισσότερο».
Πολλές φορές, για τις επιζώσες χρησιμοποιούμε τη λέξη «θύμα». Για την Ήβη, αυτός ο προσδιορισμός δεν λειτούργησε ποτέ ταυτοτικά. Συζητάμε γύρω από αυτό.
«Προσωπικά νιώθω πως έχω “πέσει θύμα”, όμως δεν “είμαι θύμα” και δεν μπορεί αυτός ο χαρακτηρισμός να με χαρακτηρίζει εφ’ όρου ζωής. Έχω αντιπαρέλθει και επιβιώσει από πολύ ακραίες καταστάσεις για να θεωρούμαι και να θεωρώ τον εαυτό μου κάτι λιγότερο από μαχήτρια».
Συμφωνούμε ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να μη νιώθουμε μόνες όχι μόνο τις στιγμές που η πατριαρχία μας συνθλίβει, αλλά όλες τις στιγμές.
«Σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζει να ζει αποκομμένος, όλοι χρειαζόμαστε ένα ασφαλές κοινωνικό πλαίσιο που να μας βοηθά να γίνουμε ο καλύτερος εαυτός μας και που θα μας θεραπεύει. Η μόνη μας ανάσα μέσα σε αυτή την καταπιεστική συνθήκη που βιώνουμε τόσα χρόνια, οι κοιτίδες αλληλοφροντίδας που συντηρούμε. Μικρές οάσεις».
«Αν δεν είχαμε κι αυτό, δεν ξέρω πώς θα αντέχαμε. Γι’ αυτό, είμαι ευγνώμων για μερικούς ανθρώπους που η σκέψη τους, το νοιάξιμό τους με εξαγνίζει και με επαναφορτίζει. Άλλους τους βλέπω συχνότερα, άλλους όχι. Χαίρομαι, όμως, που υπάρχουν κι αγωνίζονται δίπλα μου. Μου “φυσάνε” ζωή».