Μια κουβέντα με τη μητέρα και τον αδερφό του Ζακ, καθώς και με την ψυχολόγο Έλενα-Όλγα Χρηστίδη, γιατί η Zackie δεν θα πεθάνει μέσα στη λησμονιά.
Ήταν αργά το απόγευμα, όταν σε εκείνο το καταχωνιασμένο διαμέρισμα στα Εξάρχεια, άνοιξα ανόρεκτα την τηλεόραση. Διαφημίσεις, μια κωμική σειρά σε επανάληψη που κανείς δεν γελάει, ένα τηλεπαιχνίδι κι αυτό σε επανάληψη απ’ τα περασμένα Χριστούγεννα.
Στο κανάλι που έχει τον αριθμό έξι στο τηλεκοντρόλ τρεμοπαίζει ένα βίντεο, ένας κόκκινος κύκλος εστιάζει πάνω σε μια φιγούρα που κι αυτή τρεμοπαίζει για λίγο και μετά σωριάζεται. Κλωτσιές, τρεμόπεγμα, ξανά κλωτσιές, “Νεκρός ο επίδοξος ληστής κοσμηματοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας”, βίντεο από κινητό, πάλι κλωτσιές, “Εισέβαλε στο κατάστημα κρατώντας στο χέρι ένα μαχαίρι για να το ληστέψει”, κοσμηματοπώλης με ροζ μπλούζα σκουπίζει κόκκινα από αίμα γυαλιά και μιλάει στις κάμερες, τρεμόπεγμα, μαύρο κι απελπισία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το μυαλό μου ακόμη αρνείται να διαγράψει απ’ τη μνήμη του τη στιγμή που το κινητό χτύπησε και με βρήκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα να σκέφτομαι τον άνθρωπο στο βίντεο, που τελικά πήρε το όνομα ενός ανθρώπου που τέτοιες μέρες ανατρέχω στις συνομιλίες μας που μοιάζουν με γκλίτερ και γδέρνει την άκλειστη, εδώ και πέντε χρόνια, πληγή.
Ο Ζακ, η Zackie, δολοφονήθηκε στην οδό Γλάδστωνος, μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά σε δεκάδες βλέμματα που δεν κατάφεραν να γίνουν το χέρι που θα τον τραβήξει απ’ τα πόδια του κοσμηματοπώλη, Σπυρίδωνα Δημόπουλου, και του μεσίτη, Αθανάσιου Χορταριά, ούτε να αποτρέψουν το δεύτερο λιντσάρισμά του από τη “νόμιμη βία” – όπως αποφάσισε το δικαστήριο – που άσκησαν πάνω σ’ έναν άνθρωπο χωρίς τις αισθήσεις του, οι τέσσερις αστυνομικοί που τον χειροπέδησαν.
Πέντε χρόνια μετά από τη μέρα που αυτή η πόλη έγινε ακόμη πιο θαμπή κι όσοι ευθύνονται για τη δολοφονία του Ζακ είναι στα σπίτια τους, με δικαστική απόφαση που νωρίτερα είχε καταδικάσει τον κοσμηματοπώλη και τον μεσίτη, αθωώνοντας τους αστυνομικούς. Αυτή την τόσο γεμάτη πόνο, οργή και αδικία ημέρα, λοιπόν, μίλησα με την Ελένη Κωστοπούλου, μητέρα του Ζακ και τον Νίκο Κωστόπουλο, τον αδερφό του για να μαλακώσει η μοναξιά.
Όσο γίνεται. Αν γίνεται.
“Εκείνην τη μέρα του Σεπτέμβρη του 2018, ο Ζαχαρίας προσπάθησε να βρει προστασία και καταφύγιο. Είχε βρεθεί στην ίδια θέση πάμπολλες φορές κυνηγημένος από τη μισαλλοδοξία και την κακία κάποιων. Ένας άνθρωπος, θα του έδινε προστασία, κατανόηση, έναν καθησυχαστικό λόγο και ίσως ένα άγγιγμα στον ώμο. Αυτό, όμως, που έλαβε από τον κοσμηματοπώλη και τον μεσίτη ήταν κλωτσιές στο κεφάλι, χτυπήματα, σύρσιμο πάνω σε γυαλιά, πληγές, αίματα, μίσος, εκδικητική μανία, δίψα για θάνατο”.
“Στις απολογίες τους υπήρχε παντελής έλλειψη μεταμέλειας. Όταν ρωτήθηκαν εάν θα δρούσαν ξανά με τον ίδιο τρόπο, δεν το απέκλεισαν και δεν αισθάνθηκα ούτε δευτερόλεπτο ότι ένιωσαν λύπη ή ενοχή. Πριν τον θάνατο του Ζαχαρία πίστευα ότι στο δικαστήριο σχεδόν όλοι οι δολοφόνοι δείχνουν μεταμέλεια, αν όχι πραγματική έστω για να κερδίσουν την επιείκεια του δικαστηρίου και να ελαφρύνουν τις ποινές τους”.
“Μετά το πέρας της δίκης κατάλαβα πως υπάρχουν δολοφόνοι που νιώθουν καλά για τα εγκλήματά τους, που προσπαθούν να πείσουν ότι τα θύματά τους άξιζε να πεθάνουν, που δεν διστάζουν να αντιστρέψουν την πραγματικότητα και να ψεύδονται μπροστά στους δικαστές γιατί θεωρούν τους εαυτούς τους ισχυρούς και πάντα έχουν σοβαρούς λόγους που αφαιρούν ζωές. Βέβαια, σε αυτό βοηθάει και το ποινικό μας σύστημα που είναι γεμάτο ανισότητες, η δικαστική διαδικασία που μοιάζει με θεατρική παράσταση και οι ποινές που δεν είναι ανάλογες των εγκλημάτων”.
“Αυτές οι πράξεις και αυτά τα αισθήματα, λοιπόν, ταιριάζουν μόνο σε τέρατα. Τέρατα που θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους άλλους, που μισούν το διαφορετικό και εμφανίζονται σαν υπερήρωες, που ψεύδονται ασύστολα και κατηγορούν τα θύματά τους για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Αυτά τα τέρατα τα συναντάμε πολλές φορές στη ζωή μας και ενώ τις περισσότερες φορές είναι απειλητικά μόνο στα λόγια, όταν βρουν το περιβάλλον που θα τους προστατέψει δεν διστάζουν να κακοποιήσουν και να σκοτώσουν”, μου λέει η κυρία Ελένη.
Οι οικογένειες των ανθρώπων που δολοφονήθηκαν με τόση βιαιότητα, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν καν το δικαίωμα στην ιερότητα που χρειάζεται το πένθος για να βιωθεί. Δέχονται την κατασυκοφάντιση των ανθρώπων τους και κατ’ επέκταση μια δεύτερη κακοποίηση.
Αυτό συνέβη με ξεδιάντροπο τρόπο από την αρχή της υπόθεσης του Ζακ, από τον τρόπο παρουσίασης της στα Μέσα Ενημέρωσης μέχρι και τη δικαστική αίθουσα.
“Δυστυχώς, αρκετά ΜΜΕ – τουλάχιστον το πρώτο διάστημα – δεν έκαναν καμία ενέργεια για την αναζήτησή της αλήθειας. Αναπαρήγαγαν άκριτα ο,τι τους τροφοδοτούσαν οι αστυνομικές πηγές, έμεναν και επέμεναν στον κιτρινισμό της ιστορίας. Έδιναν βήμα κατά κύριο λόγο σε ανθρώπους που ενίσχυαν το αφήγημα που ήθελαν αυτοί, ώστε να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Ήταν πολύ έντονη η προσπάθεια διαστρέβλωσης της αλήθειας και η συκοφάντηση. Και κάποιοι δημοσιογράφοι, δυστυχώς, χωρίς καμία δεοντολογία και ανθρωπιά, προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν – μέχρι που έβγαλαν αποκλειστική είδηση συζήτηση που ήταν σε προσωπικό επίπεδο”.
“Έτσι, αποφάσισα πως έπρεπε να μείνω μακριά από αυτό, καθώς εκεί με έσπρωξαν. Βέβαια, να πω εδώ πως υπήρξαν και υπάρχουν δημοσιογράφοι που στάθηκαν δίπλα μου/μας, παλεύουν για την αλήθεια και αναζητούν το φως το οποίο είναι μια χαραμάδα ελπίδας στη δυστοκία των ΜΜΕ” μου λέει ο Νίκος με την κυρία Ελένη να συμπληρώνει “Στην ελληνική πραγματικότητα, τα θύματα βίαιων εγκλημάτων κατασπαράζονται. Οι πολίτες κατακρίνουν χωρίς να γνωρίζουν τα θύματα και τις οικογένειές τους, φτιάχνουν σενάρια για να ικανοποιήσουν αυτό το πολυπόθητο: “Ήθελε και το έπαθε,” χωρίς να αναλογίζονται ότι ο καθένας τους θα μπορούσε να είναι στη θέση των θυμάτων”.
“Προσωπικά, με πληγώνει το γεγονός ότι παρ’ όλο που αποδείχτηκε και επισήμως στο δικαστήριο ότι ο Ζακ δεν ήταν ληστής, αυτή η λέξη συνεχιζόταν να γράφεται δίπλα στο όνομα του για χρόνια και στο μυαλό κάποιων ατόμων δεν έχει σβηστεί, ίσως γιατί εξυπηρετεί τον τρόπο που σκέφτονται τους άλλους”.
Οργή και θλίψη η Zackie θα μας λειψει#athenspride2019 #zakkostopoulos #zackie pic.twitter.com/zmUBWDZp5A
— Alexandra Tanka (@TankaAlexandra) June 8, 2019
Το δικαστήριο έστειλε όλους τους κατηγορούμενους σπίτι τους
Η κουβέντα φτάνει στην – όχι πολύ μακρινή – απόφαση του δικαστηρίου και τις μετέπειτα απογοητευτικές εξελίξεις.
“Ο κοσμηματοπώλης τιμωρείται κατ’ οίκον με περιορισμό. Γιατί, όμως, κάποιος που καταδικάζεται σε 10 χρόνια φυλάκιση επιτρέπεται να παραμείνει στο σπίτι του μόνο και μόνο λόγω της ηλικίας του; Τι κάνει έναν ηλικιωμένο λιγότερο υπεύθυνο για τις πράξεις του από ένα νεότερο άτομο; Ο μεσίτης βρίσκεται εκτός φυλακής μετά από μια διαδικασία που δεν είχε λόγο ύπαρξης, χωρίς λογικό ή νομικό έρεισμα. Οι αστυνομικοί αθωώθηκαν, ενώ η ιατροδικαστική εξέταση δεν απέκλεισε κανένα χτύπημα ή τραύμα ως μη σημαντικό ως προς το θάνατο του Ζαχαρία και τόνισε ότι όλα συνολικά τα χτυπήματα προκάλεσαν το καρδιακό έμφραγμα”.
“Πώς μπορούμε να πούμε ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη για τη δολοφονία του Ζακ; Πώς γίνεται να υπάρχει έγκλημα χωρίς τιμωρία;”, αναρωτιέται η κυρία Ελένη με τον Νίκο να προσπαθεί ακόμη να πιστέψει στη δικαιοσύνη.
“Δυστυχώς έζησα τη διαδικασία από την αρχή. Δεν υπάρχει ένα πλαίσιο λειτουργίας που να προστατεύει τα θύματα και τους οικείους, που να φροντίζει πως η αξιοπρέπεια της ζωής είναι πάνω από καθετί και να θέτει όρια προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως έχει γράψει και ο Ζαχαρίας, “Στην Ελλάδα η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Νομίζει πως τυφλός είναι όλος ο υπόλοιπος κόσμος”. Δε χάνω την ελπίδα μου, όμως, την κρατάω σφιχτά μέχρι να φτάσουμε στο τέλος.
Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά το μεγαλύτερο μέρος της δίκης, δεν μπορώ να ξεχάσω τη στιγμή που ειπώθηκε ότι οι αστυνομικοί της υπόθεσης είναι αθώοι. Το ξέσπασμα του Νίκου διαδέχτηκε μια άνευ προηγουμένου επίθεση από συνδικαλιστές αστυνομικούς.
“Έχω ένα έντονο σφίξιμο και θυμό. Πολύς θυμός για μια αστυνομία που συμμετείχε στη δολοφονία και είχε όλη την έπαρση που τους προσφέρει η ατιμωρησία και το σύστημα, ώστε να επικρατήσουν στην αθώωση δολοφόνων. Η αστυνομία είναι ένα μελανό κεφάλαιο γενικότερα στη χώρα μας. Η βία, τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες είναι καταγεγραμμένα στην ιστορία, η συστημική και κρατική κάλυψη των παραπάνω είναι σχεδόν δεδομένα. Το βλέπουμε καθημερινά στους δρόμους, στις πλατείες πως η αστυνομία είναι εκεί για να προστατεύει αυτό που εκείνη θεωρεί άξιο προστασίας και όχι τον καθένα μας ισότιμα”.
“Συνηθίζουμε – και λογικό – να βάζουμε στο επίκεντρο τους γονείς των θυμάτων. Ωστόσο, υπάρχει και ένα υπόκωφο πένθος που βιώνουν τα αδέρφια που μένουν πίσω και καλούνται να διαχειριστούν τα δικά τους συναισθήματα, καθώς και την κατάρρευση των οικείων τους. Τι σημαίνει, όμως, να χάνεις τον αδερφό σου, τον άνθρωπο που μοιράζεσαι τις παιδικές φωτογραφίες και τις πρώτες αναμνήσεις;”
“Κλονίζεται η ύπαρξή σου και η συσχέτισή σου με τους άλλους ανθρώπους. Από μόνο του το να χάνεις τον αδερφό σου, σε βάζει σε μια διαδικασία πένθους και σε φέρνει απότομα αντιμέτωπο με το θάνατο. Εντούτοις, το να δολοφονούν βάναυσα τον αδερφό σου εμπεριέχει και ένα πρόσθετο βάρος ως προς τον κόσμο που ζούμε, ως προς την κοινωνία και την ανθρωπιά. Δεν μπορώ ακόμα να το βάλω σε λέξεις όλο αυτό που αισθάνομαι και βιώνω. Είναι μια επίπονη και χρονοβόρα, προσωπικά, διαδικασία. Επίσης, όλη η διαδικασία των δικαστηρίων – και ιδιαίτερα με τον τρόπο που γίνονται – δε σε αφήνει να επουλώσεις τις πληγές σου, αλλά σε επανατραυματιζει με πολλούς τρόπους”.
Ο Νίκος ήταν από τους βασικούς ανθρώπους που αποφάσισε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του αδερφού του, σε έναν αγώνα διαρκείας με πρωταγωνιστές την απώλεια, το πένθος και την οργή.
“Δεν θα εγκατέλειπα ποτέ τον αγώνα αυτό, το οφείλω στον αδερφό μου και σε όλα αυτά που ήταν και στήριζε στη ζωή του. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η αποδοχή της απώλειας και σίγουρα κι η διαδικασία των δικαστηρίων. Το να βλέπεις τους δολοφόνους σε απόσταση αναπνοής να είναι αμετανόητοι και εριστικοί και να ακούς όλα αυτά τα ψεύδη και τις συκοφαντίες προς το πρόσωπο του Ζακ”.
“Πρόκειται για μια ψυχοφθόρα διαδικασία. Είχα να αντιμετωπίσω την απώλεια και το πένθος τα οποία σε ισοπεδώνουν, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να κρατηθώ δυνατός. Να προσπαθήσω, να μην αφήσω το σκοτάδι να κυριέψει και να αγωνιστώ για την αλήθεια. Πρέπει η οργή και ο θυμός που υπάρχει μέσα μας να μη μας δηλητηριάσει, αλλά να γίνει δύναμη και αντίσταση στη μαυρίλα. Είναι δύσκολο, πολύ. Αλλά παίρνω δύναμη από τα γραπτά του Ζαχαρία, από την ίδια του τη ζωή και προχωράω”.
Η επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έκανε ομόφωνα δεκτό το αίτημα της κυρίας Ελένης, ώστε να μην κλείσει η υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ παραπέμποντας το προς περαιτέρω επεξεργασία στην Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα.
Η ίδια, μάλιστα, ζήτησε από τους ευρωβουλευτές να χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να σταματήσουν τις πρακτικές που αντιβαίνουν στη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη και να διασφαλίσουν τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας. Τη ρωτάω πώς ήταν για εκείνη αυτή η διαδικασία.
“Η αίτηση έγινε σε μία περίοδο απελπισίας και βαθιάς ανάγκης να εισακουστεί η έκκλησή μου για δικαιοσύνη. Το γράμμα που έστειλα στην επιτροπή ήταν ένα από τα πολλά που απευθύνονταν σε πρόσωπα εξουσίας και φορείς. Κάποιοι αγνόησαν τα γράμματά μου, κάποιοι ενδιαφέρθηκαν και κάποιοι μας έδωσαν ψεύτικες υποσχέσεις. Η επιτροπή με κάλεσε στις Βρυξέλλες και μπόρεσα να τους μιλήσω πρόσωπο με πρόσωπο”.
“Η ομόφωνη απόφασή τους να μείνει ανοιχτό το ζήτημα, μου έδωσε κουράγιο να συνεχίσω τον αγώνα. Περίμενα οι αντιπρόσωποι όλων των ελληνικών κομμάτων να ήταν εκεί για να στηρίξουν την έκκληση μου, αλλά διαψεύστηκα. Ευχαριστώ πολύ, βέβαια, τους Έλληνες ευρωβουλευτές που στήριξαν και βοήθησαν την υπόθεση αυτή. Πιστεύω ότι σε μια αληθινά δημοκρατική και ανθρωποκεντρική χώρα το παιδί μου θα είχε δικαιωθεί”.
Φέτος, συμπληρώθηκαν και δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
“Εχω γνωρίσει προσωπικά τη Μάγδα, τον Γιάννη Μάγγο και τις μητέρες κάποιων δολοφονημένων κοριτσιών. Ξέρω ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας είναι πανομοιότυπο. Έχουμε όλοι ένα μνήμα που επισκεπτόμαστε συχνά, ένα σπίτι γεμάτο φωτογραφίες των χαμένων παιδιών μας, κι ένα κενό στις καρδιές μας που ποτέ και με τίποτα δε θα γεμίσει. Ζητάμε δικαιοσύνη για τα θύματα οποία κι αν ήταν, και τιμωρία για τους ενόχους οποίοι κι αν είναι. Ζητάμε το κράτος να μας στηρίζει και να προστατεύει τις μνήμες των παιδιών μας. Ζητάμε το σεβασμό που μια πολιτισμένη κοινωνία οφείλει σε κάθε μέλος της”.
“Κράτα το κεφάλι ψηλά, τα τακούνια ψηλότερα και συνέχισε να είσαι ο fabulous εαυτός σου”
Σε μια από τις επώδυνες δικάσιμους η κυρία Ελένη, βγήκε στο συγκεντρωμένο κόσμο και είπε ότι ο Ζακ θα ήταν πολύ χαρούμενος από ψηλά βλέποντας τις φίλες και τους φίλους του εδώ. Αναρωτιέμαι κατά πόσο ο αλληλέγγυος κόσμος αποτέλεσε στήριγμα για εκείνη.
“Μετά τη δολοφονία του Ζακ ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας κλονίστηκε και ξεκίνησε έναν αγώνα δικαίωσης και μνήμης. Στις δεκάδες εκδηλώσεις που ακολούθησαν, στη δίκη, και σε άλλες συγκεντρώσεις γνωρίσαμε ανθρώπους που εξέφρασαν το θαυμασμό, την αγάπη και την αλληλεγγύη τους προς το Ζακ”.
“Αυτοί οι άνθρωποι στάθηκαν δίπλα μας σε κάθε στιγμή λύπης, απελπισίας και αγωνίας και μας στήριξαν με όλη τους τη δύναμη και αντοχή. Γνωρίσαμε αξιόλογους ανθρώπους με υψηλά ιδανικά, με αγάπη προς το συνάνθρωπο, με οράματα για μια δίκαιη κοινωνία χωρίς ανισότητες. Νιώθουμε πολύ τυχεροί που αγκαλιαστήκαμε από αυτό το κόσμο, που το παιδί μας είχε αυτούς τους φίλους και συνεργάτες”.
Όλα αυτά τα χρόνια πιστεύω ότι η δολοφονία του Ζακ αποτέλεσε ένα βήμα ενδυνάμωσης της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ενώ παράλληλα σκέφτομαι πόσα πλάσματα σαν το Ζακ είναι εκεί έξω εκτεθειμένα στο μίσος ανθρώπων που μάχονται την αγάπη και το φως.
“Υπήρξε συσπείρωση και συλλογική απαίτηση για δικαιοσύνη και αλήθεια. Αλλά ταυτόχρονα, ένα συλλογικό τραύμα το οποίο θέλει αρκετές ζυμώσεις ακόμα κι αρκετή φροντίδα για να επουλωθεί. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ώστε το κάθε άτομο να κυκλοφορεί ελεύθερα και ξέγνοιαστα στους δρόμους της πόλης. Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στήριξε και στηρίζει τον αγώνα μας για δικαιοσύνη και οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ”.
“Όπως έχει γράψει κι ο Ζακ, προσωπικά θεωρώ πως χρειάζεται μια προσοχή – δυστυχώς – καθώς βλέπουμε πως οι φασίστες, οι ρατσιστές δεν χάνουν ευκαιρία να εκδηλώσουν το μίσος τους. Αλλά υπάρχουν πολλά φωτεινά άτομα εκεί έξω που δίνουν καθημερινά τις μάχες τους για ορατότητα και ελευθερία έκφρασης, όπως έκανε κι ο Ζαχαρίας”.
“Μου λείπει το χιούμορ του και ο τρόπος του στις δυσκολίες να καταφέρνει να βρίσκει τις ανάλαφρες χαραμάδες. Αγαπούσα την αντίσταση που έδειχνε σε καθετί που ήθελε να τον καταπιέσει, την αλληλεγγύη του, το θάρρος του να βγαίνει μπροστά να εκτίθεται για να ανοίξει το δρόμο, για να υπάρχει. Ο Ζαχαριάς είχε μια πολύπλοκη απλότητα πάνω του κι ένα φως που τον έκανε να τον παρατηρείς και να τον χαίρεσαι”.
“Υπάρχει ένα μήνυμα που θέλετε να δώσετε σήμερα σε μια κοινωνία που καθημερινά εκφασίζεται;” τη ρωτάω.
“Ο Ζαχαρίας ήταν ένα άτομο με όλα τα στοιχεία που συνθέτουν έναν άνθρωπο. Οραματιζόταν μια κοινωνία όπως έπρεπε να είναι με συμπερίληψη, ενσυναίσθηση, δικαιοσύνη, πολυχρωμία και ελευθερία ατομικής έκφρασης. Πίστευε πως η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου είναι η ευγένεια, η καλοσύνη και ο αγώνας υπέρ των ανθρωπιστικών αξιών”.
“Θα θαυμάζω πάντα την απέραντη αγάπη του Ζαχαρία που αγκάλιαζε όλη την πλάση και θυμάμαι έντονα τα λόγια του που ενίοτε ήταν προφητικά ακόμη και για τον ίδιο το θάνατό του. Ο πόνος της απώλειάς του δεν θα γιατρευτεί ποτέ και λυπάμαι για όσα δεν πρόλαβε να κάνει και να ζήσει. Έζησε, όμως, τη σύντομη ζωή του με πάθος και ένταση, προσέφερε σε μέγιστο βαθμό και αγωνίστηκε για ό,τι θεωρούσε δίκαιο και σωστό. Θα ήθελα λοιπόν να του πω ευχαριστώ όχι σαν μάνα του, αλλά σαν πολίτης αυτής της χώρας”.
“Μη χάνετε την πίστη σας στο καλό και την ανθρωπιά. Αυτά καθορίζουν τη φύση μας και αυτά ολοκληρώνουν την ύπαρξη μας σε αυτή τη ζωή”.
“Ο Ζακ δεν διεκδικούσε κανέναν ηρωικό ρόλο”
H Έλενα-Όλγα Χρηστίδη είναι ψυχολόγος και επιστημονικά υπεύθυνη στο Orlando LGBT. Τη γνώρισα στη δίκη του Ζακ και της ζήτησα να μιλήσουμε για εκείνον, ένα περήφανο μέλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ένας ανοιχτά οροθετικός άνθρωπος, ακτιβιστής και αντιφασίστας και τι συμβολισμούς μπορεί να πάρει αυτό το γεγονός πέντε χρόνια μετά, σε μέρες που παλεύουν να συσκοτίσουν κάθε τι ανθρώπινο και φωτεινό.
“Πέντε χρόνια μετά, η πραγματικότητα μας έχει ήδη υπενθυμίσει με τραγικό τρόπο τι σημαίνει κοινοτοπία του κακού, αλλά και πώς η θεσμική βία την ενισχύει και τη θρέφει. Από τις αστυνομικές δολοφονίες νεαρών Ρομά Σαμπάνη και Φραγκούλη, μέχρι την πρόσφατη δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη στο λιμάνι του Πειραιά και από το ναυάγιο της Πύλου μέχρι την άνοδο της ακροδεξιάς στη Βουλή, το μήνυμα παραμένει ίδιο: Πρέπει να παλεύουμε συνεχώς απέναντι στο θηρίο του φασισμού – του καθημερινού αλλά και του οργανωμένου. Ο αγώνας αυτός δεν έχει τελειώσει”.
Η δίκη των δολοφόνων του Ζακ, μετά την εξαντλητική αργοπορία της, ξεκίνησε λοιδορώντας αδιάκοπα τη μνήμη του. Αναρωτιέμαι πόσο επανατραυματικά μπορεί να λειτουργήσει όλο αυτό στους συγγενενείς του θύματος αλλά και στους ανθρώπους της κοινότητας που συνδέονταν με αυτό το πρόσωπο, βρίσκοντας στο πρόσωπό του θάρρος και δύναμη;
“Σε ατομικό επίπεδο, πολύ επανατραυματικά. Το ζήσαμε όσα άτομα ήμασταν εκεί και όσα άτομα είχαμε προσωπική σχέση μαζί του. Σε συλλογικό επίπεδο, ωστόσο, μπορεί να συντελεστεί κάτι ακόμα μεγαλύτερο: Το κινηματικό μούδιασμα, η συλλογική απόσυρση.
Στην αρχή της ποινικής διαδικασίας είδαμε την κοινότητα να οργανώνεται σε διαφορετικές δράσεις, συλλογικότητες, δημόσια παρουσία και διεκδίκηση χώρου, με τρόπο δυναμικό, ορίζοντας εκ νέου τον αγώνα της. Όσο, όμως, εμπεδωνόταν, κόντρα στις όποιες ελπίδες, ότι η δικαιοσύνη θα σταθεί κατώτερη των προσδοκιών, το συλλογικό τραύμα ανακυκλωνόταν και επέστρεφε – κάποιες φορές ισχυρότερο”.
“Η δολοφονία του Ζακ για πολλά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, ειδικά νεαρά, σήμαινε τη βίαιη απώλεια ενός role model, ενός ανθρώπου που η παρουσία του συμβόλιζε ανθεκτικότητα και αγωνιστικότητα – με τον τρόπο που καμιά φορά αναζητώνται σύμβολα όταν η πραγματικότητα μας απελπίζει. Εντούτοις, η ελλιπής απόδοση δικαιοσύνης για τον θάνατό του, επανέφερε τη συνειδητοποίηση ότι δε μετρούν όλες οι ζωές το ίδιο και μία αίσθηση ότι αυτή η συνθήκη είναι ανίκητη”.
“Αυτό από τη μια ενισχύει τον φόβο και την απελπισία, κι από την άλλη συχνά κάμπτει τη μαχητικότητα, ενισχύει το αίσθημα παραίτησης και απομόνωσης. Το μεγαλείο του Ζακ, βέβαια, ήταν ταπεινότερο, άρα και πιο ουσιαστικό: Δεν διεκδικούσε κανέναν ηρωικό ρόλο. Με την ευαλωτότητα και τις δυσκολίες του, και κυρίως μαζί με όσα φοβόταν, συνέχιζε να διεκδικεί το δικαίωμα στη γιορτή και την απόλαυση. Στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, ιστορικά, πάντα αυτή ήταν η απάντηση στον φόβο”.
Η Έλενα μου επισημαίνει ότι η διατήρηση της μνήμης είναι κομβική για κάθε διεκδίκηση.
“Ειδικά για καταπιεσμένες ομάδες και μειονότητες, έχει και ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό: Η καταγραφή της ιστορίας τους, και κατ’ επέκταση η διατήρηση της συλλογικής μνήμης, είναι εφικτά μόνο όταν η ίδια η μειονότητα τα αναλαμβάνει. Χωρίς τη συλλογική ανάληψη της ευθύνης για αυτή την καταγραφή και την υπενθύμιση, οι πιο σημαντικές μας ιστορίες και τα θραύσματα των μεγάλων στιγμών μας, των τραυμάτων και των θαυμάτων μας, θα έμεναν στην αφάνεια”.
“Επομένως, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε, για να συνεχίζουμε να διεκδικούμε και να νοηματοδοτούμε τους αγώνες μας – αλλά πριν από αυτό πρέπει να σηκώσουμε το βάρος του να καταγράφουμε τις απώλειές μας. Για τις μειονότητες, λοιπόν, τα συλλογικά αρχεία της ιστορίας μας, προφορικά και γραπτά, ιδιωτικά και δημόσια, είναι από μόνα τους μια σειρά από θραύσματα”.
“Από αυτά βγάζουμε πρώτα εμείς νόημα για το τι ζήσαμε και ζούμε, και μετά, όταν αντέχουμε, το επικοινωνούμε και προς τα έξω, το κάνουμε διαμαρτυρία, διεκδίκηση, πολιτικό μνημόσυνο. Και κάποιες φορές, τις πιο λαμπρές, το κάνουμε εξέγερση”.