Ολόφρεσκο, με το μελάνι του τυπογραφείου να ευωδιάζει ακόμα από τις σελίδες του, το “Love me Tender” της Constance Debré κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Πόλις”, σε μετάφραση της Χαράς Σκιαδέλλη, και ήδη από τις πρώτες σελίδες του μας έκοψε την ανάσα.

Μία σύντομη περίληψη του βιβλίου

Μοναχοκόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, διακεκριμένη δικηγόρος, σύζυγος και μητέρα ενός μικρού αγοριού – όλα αυτά μαζί, παρακαλώ – ξυπνάει μια μέρα και αποφασίζει πως είναι κάτι άλλο από αυτό που ήταν χθες. Ξυρίζει τα μαλλιά της, αφήνει τη συστημική και ψυχοφθόρα εργασία της, απαρνείται τον επί εικοσαετίας σύντροφό της και αρχίζει να βγαίνει με γυναίκες. Ένα αυτοβιογραφικό queer βιβλίο που συνδυάζει τον παριζιάνικο αέρα με το μελαγχολικό μουρμούρισμα του Πρίσλεϊ.

Μα, καλά, πως τόλμησε κάτι τόσο τολμηρό η Constance Debré;

Η Constance Debré είναι λίγο καιρό στο συγγραφικό κουρμπέτι, αλλά έχει γράψει ήδη τέσσερα βιβλία που έκαναν μεγάλη αίσθηση και σχεδόν σόκαραν τη γαλλική λογοτεχνική σκηνή. Όλα τους είναι έντονα, ειλικρινή και προσωποκεντρικά.

Στο “Love me Tender”, τον πρώτο της τίτλο που κυκλοφορεί στα ελληνικά, εξιστορεί μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής της, όταν, μετά τη φυγή της από τη συζυγική στέγη και το coming out, ο πρώην σύζυγός της διεκδικεί την αποκλειστική επιμέλεια του γιου τους, εφευρίσκοντας πλαστές και ανήθικες κατηγορίες εις βάρος της.

Πίσω από τη μάσκα του ανήσυχου και προστατευτικού πατέρα κρύβεται όλη η τοξικότητα ενός εκδικητικού άνδρα που δεν μπορεί να αποδεχτεί τις επιλογές των άλλων. Στον αντίποδα της πάγιας επιθετικότητας που έλαβε, η Debre περιγράφει ένα δράμα γιγαντιαίων διαστάσεων με μια αξιοσημείωτη αταραξία. Η μητρότητα, όπως την ορίζουν οι κοινωνικές επιταγές, είναι ένα παγιωμένο στερεότυπο, ενώ για εκείνη είναι μια σχέση αυθύπαρκτη και πάντα εν εξελίξει.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί η αγάπη μεταξύ μιας μητέρας και ενός γιου δεν μπορεί να είναι ακριβώς όπως οι άλλες αγάπες. Γιατί δεν μπορούμε να πάψουμε να αγαπιόμαστε. Γιατί δεν μπορούμε να χωρίσουμε. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε μια, για πάντα, για την αγάπη, για την υποτιθέμενη αγάπη, για όλες τις μορφές αγάπης, ακόμα και για τούτη εδώ, γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπιόμαστε […], να το λέμε συνεχώς, ο ένας στον άλλον ή στον εαυτό μας. Αναρωτιέμαι ποιος το εφηύρε αυτό, […] αν είναι μόδα, νεύρωση, ψυχαναγκασμός, παραλήρημα […] Αναρωτιέμαι τι μας κρύβουν, τι θέλουν από εμάς με αυτή την σπουδαία ιστορία αγάπης. Κοιτάζω τους άλλους και βλέπω μόνο ψέματα και βλέπω μόνο τρελούς. Πότε θα σταματήσουμε με την αγάπη; Γιατί δεν μπορούμε; Πρέπει να μάθω. Ψάχνω απαντήσεις». 

(Από την εισαγωγή του βιβλίου)

Τα όχι και τόσο ένδοξα Παρίσια

Όπως την τιμώρησε ο πρώην της, έτσι την τιμωρεί και ο κύκλος της. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις η αστική τάξη να βρίσκει χαριτωμένη τη φυγή από τις παρυφές της, αλλά επ’ ουδενί δεν συγχωρεί μια τέτοιου μεγέθους περιφρόνηση από ένα καθαρόαιμο παιδί της. Από επιτυχημένη δικηγόρος με κατεύθυνση τα ποινικά, μεταμορφώθηκε σε άσημη συγγραφέα βουτηγμένη στην οικονομική ανασφάλεια.

Από τα μεγάλα διαμερίσματα του παρισινού κέντρου μετακόμισε στα μικροσκοπικά, γυμνά από αντικείμενα στούντιο και στα δανεικά δωμάτια φίλων. Υπάρχει κάτι πρωτόγονα σαγηνευτικό στην αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων και αυτό είναι ένα άρωμα που φοράει μονίμως η πρωταγωνίστρια του βιβλίου: Το άρωμα της ελευθερίας.

Μια διαφορετική πλευρά της λεσβιακής προβολής

Παράλληλα με την αφήγηση της μάχης της για την αναγνώριση των γονεϊκών της δικαιωμάτων, η  Debré δίνει μια ωμή αποτύπωση της ερωτικής της ζωής. Γυρνάει από κορμί σε κορμί, αποστρέφεται την τρυφερότητα και ζει στο τώρα γιατί δεν ξέρει τι της ξημερώνει το αύριο.

Είναι μια διαφορετική προσέγγιση της λεσβιακότητας από αυτές που έχουμε συνηθίσει στον λογοτεχνικό χώρο και εκεί έγκειται η μεγάλη σαγήνη του “Love me Tender” στον επίδοξο αναγνώστη. Ο κοφτός λόγος της Debre, αποστολισμένος από φιοριτούρες, ταιριάζει απόλυτα στη θεματολογία και το ύφος του βιβλίου εντείνοντας ακόμα περισσότερο τη μοναδικότητά του.

“Προορισμένο να γίνει κλασικό στο είδος του” – Maggie Nelson

Ο καιρός θα δείξει αν τα λόγια της Nelson, έτερης θεότητας της queer λογοτεχνίας, θα επιβεβαιωθούν. Το σίγουρο είναι ότι το “Love me Tender” είναι ένα βιβλίο που ανήκει στην εποχή του, προκλητικό και ψυχαγωγικό, χειμαρρώδες και λυρικό ταυτόχρονα.

Όσο δύσκολο κι αν είναι το θέμα που παρουσιάζεται, λειτουργεί καταπληκτικά στην καλλιέργεια της εκπροσώπησης, της συμπερίληψης και στην αποδοχή της μοναδικότητας. Σημαντικότατες έννοιες, στις οποίες γίνεται αναφορά (άμεσα ή έμμεσα) και χρειάζεται να τις κατανοήσουμε πλήρως, ώστε να τις εφαρμόζουμε στην πράξη.

Ενδεχομένως, έτσι θα πάψει να υφίσταται το στίγμα που ακολουθεί, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, όσους ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, είναι ανοιχτοί ως προς το ζήτημα αυτό και θέλουν να εξερευνήσουν τη σεξουαλικότητά τους.

Εύχομαι σύντομα να διαβάσουμε στα ελληνικά και τα υπόλοιπα βιβλία της συγγραφέως, όλα παρόμοιου θέματος και δυναμικής. Έφτασε η ώρα να αποκτήσει η λεσβιακή ευρωπαϊκή σκηνή μια δυνατή φωνή που να την εκφράζει.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα