Τον τελευταίο καιρό, ακούμε ολοένα και περισσότερο τον περίφημο όρο «gentrification», ελληνιστί «εξευγενισμό», όπως καθιερώθηκε μεταφραστικά, και ο οποίος περιγράφει το φαινόμενο της αναδιάρθρωσης λαϊκών συνοικιών προς όφελος του τουριστικού τομέα.
Γνωστότερη πλέον περίπτωση αυτή των Εξαρχείων, αλλά και ολόκληρου του αθηναϊκού κέντρου γενικότερα, που βλέπει τον πολεοδομικό και κοινωνικό χαρακτήρα της περιοχής να αλλάζει και να μετατρέπεται σε ένα ατελείωτο, τουριστικό λούνα παρκ. Επειδή πάνω από όλα είμαστε ρομαντικές ψυχές, αποφασίσαμε να κάνουμε μια λογοτεχνική τσάρκα προηγούμενων δεκαετιών στα μέρη που αγαπήσαμε και μας μεγάλωσαν. Τότε που το Ιντεάλ και το Αιγαίον στην Πανεπιστημίου ήταν ακόμα ανοιχτά.
Η Αθήνα του Γιάννη Μαρή
Μπορεί πλέον η Αθήνα να έχει γεμίσει με πανομοιότυπου χαρακτήρα μαγαζιά που προσφέρουν brunch μέχρι τις 6 το απόγευμα, gentrification μεν βλαχοβαλκάνια δε, κάποτε όμως αυτή η πόλη ήταν γεμάτη παλιακά ζαχαροπλαστεία –και όχι γλυκοπωλεία, όπου τα γεροντάκια κάθονταν απολιθωμένα στα έξω τραπέζια, βρέξει-χιονίσει, παρενοχλώντας ό,τι θηλυκό περνούσε από μπροστά τους. Αυτή την Αθήνα επιλέγει ως αφηγηματική βάση ο Γιάννης Μαρής, ο πατέρας του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος και εμπνευστής του Αστυνόμου Μπέκα. Στα βιβλία του, η αστική τάξη έμενε σε μεγάλες μονοκατοικίες στην Κηφισιά και σε νεοκλασικά στο Κολωνάκι, σε νεόδμητες μεζονέτες γύρω από τον Λυκαβηττό. Η Πανεπιστημίου που διέσχισε τα βράδια ο Μπέκας πηγαίνοντας στον καλό του φίλο και δημοσιογράφο Γιάννη Μακρή, alter ego του συγγραφέα, είχε ως πυρήνα τα θέατρα και τα σινεμά της, όχι τα ξενοδοχεία και τις αλυσίδες καφέ.
Το παράδοξο με την περίπτωση του Μαρή είναι ότι από τα δεκάδες αστυνομικά μυθιστορήματα που έχει γράψει, ο Μπέκας εμφανίζεται σε λιγότερο από τα μισά. Είναι οι μεταφορές στη μεγάλη και μικρή οθόνη που έχουν δώσει την εντύπωση ότι ο καλοφαγάς και πάντα οξυδερκής αστυνομικός, είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Η Αγία των Εξαρχείων
Τα Εξάρχεια είναι μια περιοχή που αρκετοί έχουν προσεγγίσει στα έργα τους. Καθόλου περίεργο αν αναλογιστεί κανείς ότι στο παρελθόν ήταν χώρος πολιτιστικής και πολιτικής ζύμωσης, ενώ πεισματικά παραμένει μέχρι και σήμερα κέντρο του έντυπου κόσμου. Από την ιερή τριάδα των Εξαρχείων, τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τον Νικόλα Άσιμο και την Κατερίνα Γώγου, η τελευταία είναι εκείνη που, μέσω των στίχων της, μας φανερώνει μια πλέον αθέατη πλευρά της ιδιαίτερης αυτής περιοχής, που την τελευταία δεκαετία έχει αλλάξει εντελώς χαρακτήρα.
Όπως και οι υπόλοιπες θεματικές των ποιημάτων της, οι χώροι που αναφέρει η Γώγου είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τις προσωπικές της εμπειρίες. Ήταν κάτοικος του Κέντρου, είχε προλάβει και συνειδητά να απορρίψει τη φρόνιμη πλευρά του. Αυτό που την έτρεφε ήταν τα μέρη με τον αλλιώτικο κόσμο, εκεί όπου επικρατούσε ο ρεαλισμός στην πιο σκούρα μορφή του, τα ετοιμόρροπα σπίτια, οι ετοιμόρροποι από την ανάγκη άνθρωποι και η καταστολή (αυτή είναι σταθερά παρούσα μέχρι σήμερα στα πέριξ των Εξαρχείων).
Ο Μέγας Αθηναίος
Άλλη μια πλευρά της Αθήνας που αξίζει κανείς να περιηγηθεί συγγραφικά είναι τα συνοικιακά οινομαγέρικα, τα τσιπουράδικα και τα λεγόμενα ξενυχτάδικα. Είναι χώροι που έχουν τυπικά αφομοιωθεί από την τουριστικοποίηση, αλίμονο αν δεν είχαν και αυτά, αλλά έχουν χάσει εντελώς τον πρότερο αυθόρμητο χαρακτήρα τους. Μεγάλος λάτρης και ισόβιος επισκέπτης τους υπήρξε ο Κωστής Παπαγιώργης, ο οποίος τα περιγράφει με μεγάλη γλαφυρότητα σε πολλά κείμενά του. Στο Σύνδρομο Αγοραφοβίας, το βιβλίο που έγραψε για την περιπέτειά του με τις κρίσεις πανικού, δίνει μια ζωντανή περιγραφή για το κλίμα, τους θαμώνες και την σημασία αυτών των μαγαζιών που για δεκαετίες κράτησαν την λαϊκή διασκέδαση ανόθευτη.
Πλέον, το μαγέρικο του Θείου Μίμη στον Κολωνό άλλαξε όνομα. Έβαψαν γκρίζους τους τοίχους και κρέμασαν και ένα ποδήλατο (γιατί;), αλλά συνεχίζει να σερβίρει τα εξαιρετικά λαδερά και δροσερό κρασί.
Όταν ο λευκός ασβέστης έγινε ακριβή ρεπουλίνη
Δεν είναι μόνο η Αθήνα που βιώνει το κύμα των αλλαγών του gentrification. Τα νησιά ήταν ο πρώτος τόπος μαρτυρίας της αλλοτινής πραγματικότητας. Η Κάρδιανη που πρόλαβε ο Βασίλης Αλεξάκης και που περιγράφει αρκετές φορές μέσω του συγγραφικού του alter ego στα μυθιστορήματά του, είχε μόλις μερικά σπίτια. Η Πάτμος του Χρήστου Βακαλόπουλου από νησί θρησκευτικού τουρισμού, έγινε κοσμοπολίτικο θέρετρο. Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου γέμισε τις παραλίες της με πλαστικές ξαπλώστρες, φτηνή μουσική και πανάκριβο καφέ, ο οποίος συνδυαστικά σερβίρεται δίπλα στην πανάκριβη τοπική μπύρα.
Κάτι για το τέλος
Είναι απορίας άξιο πού κρύβονται όσοι περήφανα έσκουζαν για την αλλοίωση του πολιτισμού μας από τους μετανάστες, όταν κλείνουν εμβληματικοί κινηματογράφοι στο κέντρο για να γίνουν ξενοδοχεία. Όταν κατεδαφίζονται μονοκατοικίες για να δοθούν για αντιπαροχή έναντι ενός διαμερίσματος και μιας θέσης πάρκινγκ ή όταν ολόκληρες περιοχές γίνονται οικονομικά άβατες για τον μέσο κάτοικο. Αυτές είναι αλλοιώσεις που έγιναν με την πλήρη στήριξη μέρους της κοινωνίας που νόμιζε πως αν πληρώσει τον καφέ σε τιμή Γαλλίας, το Παγκράτι θα πάψει να στο Παγκράτι και θα μεταφερθεί στην Αριστερή Όχθη. Ευτυχώς, πάντα θα έχουμε τη λογοτεχνία.