Ντίνος Χριστιανόπουλος

Την περπάτησε στα διηγήματά του ο Γιώργος Ιωάννου, την λάτρεψε ο Μανώλης Αναγνωστάκης και τη στοίχειωσε γλυκά με τον ποιητικό οίστρο και την αέναη παρουσία του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα, το 1931.

Στη ρωγμή του χρόνου

Παιδί προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης, υιοθέτησε όμως από νωρίς το Χριστιανόπουλος υπογράφοντας έτσι τα πρώτα του ποιήματα. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής θα τον σημαδέψουν για πάντα. Η εξαντλητική πείνα, η απελπιστική ένδεια και το ξερίζωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης θα γίνουν κομμάτι της ισχυρής, ενίοτε στριφνής, προσωπικότητάς του και θα τον οχυρώσουν με αξίες που θα τιμήσει μέχρι μέχρι το τέλος του, τον Αύγουστο του 2020.

Τα πρώτα λογοτεχνικά βήματα

Όπως και άλλοι λογοτέχνες της γενιάς του, πειραματίστηκε με τις λέξεις πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο. Στα 14 του εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό με τίτλο «Χριστιανόπουλο», του οποίου η κυκλοφορία συνεχίστηκε για δύο χρόνια με δέκα συνολικά τεύχη. Πριν τα 17 του είχε καμαρώσει το πρώτο του ποίημα δημοσιευμένο σε περιοδικό. Το 1949, ξεκινάει να φοιτά στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ και λίγο καιρό αργότερα εκδίδει με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία θα προκαλέσει αμέσως αίσθηση την Εποχή των ισχνών αγελάδων. Οι συντηρητικοί κύκλοι της Θεσσαλονίκης σοκάρονται απο τον έντονο ερωτισμό και ριζοσπαστισμό των ποιημάτων και τον κατακεραυνώνουν. Οι μόνοι που τον υπερασπίζονται είναι οι από κοινού κατακεραυνωμένοι ποιητές.

Μια πηγαία, ατίθαση προσωπικότητα όπως αυτή του κύριου Ντίνου δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσει λόγω της κριτικής. Αντιθέτως, πεισμώνει περισσότερο. Το 1952, εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και ιδρύει τις εκδόσεις και το περιοδικό Διαγώνιος. Την ίδια εποχή, ξεκινάει και η μακρά σχέση του με το ρεμπέτικο τραγούδι, έναν μουσικό, πολιτιστικό χώρο που θα μελετήσει και θα στοιχειοθετήσει για δεκαετίες. Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας, διορίζεται ως υπάλληλος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Από εκεί και έπειτα ακολούθησαν δεκάδες ποιητικές συλλογές, δοκίμια, μελέτες και σημαντικές μεταφράσεις.

Πιθανότατα, θα ήταν κάπως μικροπρεπές να σχολιαστούν οι προσωπικές διενέξεις του με συναδέλφους λογοτέχνες, κριτικούς και δημοσιογράφους.  Ήταν δύσκολος άνθρωπος ο Χριστιανόπουλος, βιτριολικός και τρομερά καυστικός –όπου ο ίδιος ήθελε– αλλά σπάνια υπήρξε άδικος στην κρίση του και ακόμα πιο σπάνια ανακάλεσε τα λόγια του. Η μνημειώδης αψιμαχία του με τον Βασίλη Βασιλικό, λόγω μιας κριτικής του για τον τελευταίο, του στοίχισε τη δουλειά του στην Δημοτική Βιβλιοθήκη και συζητιέται ακόμα στα καλλιτεχνικά πηγαδάκια, παρά το γεγονός ότι και οι δύο δεν βρίσκονται πια κοντά μας.

Ποιητής και στιχουργός

Γνωστή είναι η σχέση του Χριστιανόπουλου με το τραγούδι. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους μεγαλύτερους Έλληνες μουσουργούς, ενώ και ο ίδιος έχει μελοποιήσει κάποιες δουλειές του. Εκτός από την συνεργασία του με τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Μάνο Χατζιδάκι, στα τρυφερά χέρια του ποιητή χρωστάμε την τελική μορφή ίσως του πιο ερωτικού τραγουδιού του εγχώριου ρεπερτορίου: Τον Αύγουστο του Νίκου Παπάζογλου. 

Ο καβαφικός Θεσσαλονικιός ήταν εναντίον κάθε τιμητικής διάκρισης του έργου του, από όπου κι αν προέρχεται. Το 2011, αρνήθηκε να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων και, μάλιστα, η θέση της άρνησής του είχε τύχει έντονου σχολιασμού από τον Τύπο της εποχής.

Έγραφε όπως έζησε και έζησε όπως έγραφε, ανυπότακτα, καυστικά και παθιασμένα. Προς τιμήν της γενέθλιας ημέρας του διαλέξαμε τα παρακάτω ποιήματα, αν και προτείνουμε με όλη μας την καρδιά να διαβάσετε κάθε συλλογή και κάθε δοκίμιό του.

Η γάτα

Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει το κρέας που της ρίχνω, μα όταν σκύψω για να την χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο∙ τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να ’ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό τραβιέται;

Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές∙ χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δεν μπόρεσα ακόμα να την καταλάβω.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)

Ενός Λεπτού Σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Και η αλησμόνητο επιτύμβιο δίστιχο που έγινε γνωστό παγκοσμίως από την Μέγκαν Μαρκλ και πλέον κοσμεί τα πανό των εξόριστων Παλαιστινίων ανά τον κόσμο:

Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε 

Όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος

Από τη συλλογή Το κορμί και το Σαράκι (1978)

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα