κράτηση

Σύντομα το «όποιος προλάβει, κάθεται» θα γίνει «κάθεται όποιος έχει λεφτά».

Αν κάτι είχαμε να κρατιόμαστε σε αυτή τη χώρα με τους χαμηλούς μισθούς, την απώλεια προοπτικής για το μέλλον, τον διαλυμένο δημόσιο τομέα, τη διαφθορά και την ακρίβεια, αυτό ήταν ο ήλιος και η διασκέδαση. Και αν με το πρώτο πάνε (προς το παρόν) όλα καλά, το δεύτερο έχει αρχίζει να αλλάζει και μάλιστα επικίνδυνα.

Πριν κάποια χρόνια, ακούγαμε για πόλεις όπως το Παρίσι ή το Λονδίνο ή ακόμα και το Βερολίνο πως, αν τις επισκεφτείς και θες να φας κάπου σχετικά καλά, είναι απαραίτητο να έχεις κάνει κράτηση δύο και τρεις εβδομάδες πριν. Αυτό το σενάριο, ομολογώ, ότι μου έμοιαζε από τότε τρομακτικό. Χαιρόμουν ιδιαίτερα που στην Αθήνα η κουλτούρα της κράτησης ήταν κάτι πολύ μακρινό ή τέλος πάντων κάτι που αφορούσε συγκεκριμένες εκδοχές της διασκέδασης, οριοθετημένες ή/και κυριλέ.

Με μεγάλη δυσφορία, βλέπω ότι πλέον αυτοί οι ανέμελοι καιροί έχουν περάσει και το πιο πιθανό είναι πώς τα πράγματα όχι μόνο δεν θα γυρίσουν στο πώς ήταν, μάλλον θα γίνουν ακόμα χειρότερα. Θα ακολουθήσουν δηλαδή τις συνήθειες χωρών της Ευρώπης που μοιάζουν τελείως ξένες στον τρόπο που διασκεδάζουμε σήμερα. 

Πού είναι, αλήθεια, το κακό;

Μα τι το κακό έχει να κλείνεις τραπέζι στις 21:00 σε ένα εστιατόριο και ενδεχομένως στις 23:00 για ποτό σε κάποιο παρακείμενο μπαρ; Φαινομενικά, βάζεις σε πρόγραμμα την έξοδό σου και αποφεύγεις τον κίνδυνο να μη βρεις πουθενά να κάτσεις.

Σε βαθμό που ενδεχομένως να μην τον καταλαβαίνουμε και χάρη στην κουρτίνα που προσέφερε η πανδημία κρύβοντας την πραγματικότητα, η ζωή μας στην Αθήνα έχει αρχίσει να μπαίνει σε ένα πρόγραμμα. Αυτό συμβαίνει με τρόπο βίαιο και καθόλου αθώο, πράγμα που δεν αφορά μόνο τη νυχτερινή διασκέδαση. Αφορά τον τρόπο που κάνουμε διακοπές, που ψωνίζουμε, που γυμναζόμαστε, που μαθαίνουμε πράγματα, που χαζεύουμε. Οτιδήποτε πρέπει να μπαίνει εντός προγράμματος.

Photo by Ionix

Το να βάζεις όμως σε πρόγραμμα όλη την καθημερινότητά σου δημιουργεί περαιτέρω πίεση σε έναν ούτως ή άλλως καταπιεστικό τρόπο ζωής. Με την κουλτούρα της κράτησης βρήκαμε ξαφνικά και έναν ακόμη λόγο να κυνηγάμε το ρολόι και μερικούς ακόμα ανθρώπους στους οποίους να είμαστε υπόλογοι. Αυτό από μόνο του, αν το δεις απογυμνωμένο από οτιδήποτε άλλο, δεν είναι κάτι άλλο παρά μία ακόμα παραχώρηση των ελευθεριών μας.

Ούτως ή άλλως, το να πρέπει να έχεις προγραμματίσει ακριβώς την έξοδό σου 2-3 μέρες πριν (στην καλύτερη περίπτωση) αφαιρεί το element of surprise, ένα από τα καλύτερα πράγματα που προσέφερε η νυχτερινή διασκέδαση στην Αθήνα. Ξέρετε τι λέω… αυτό που ξεκινάς το βράδυ σου στις 10 και δεν ήξερες πώς θα καταλήξει. Μπορεί ο χρόνος να σε έβρισκε στη 1 να βλέπεις ξαπλωμένος στον καναπέ σου Πύλες του Ανεξήγητου στο YouTube ή 6 το πρωί στη Στανίση. 

Πέραν αυτού, που ίσως μοιάζει λίγο ρομαντικό και μπουμερίσιο, υπάρχει και το πιο σημαντικό όλων: To ταξικό πρόσημο στη διασκέδαση. Σύντομα, το πρόβλημα της εστίασης θα μετασχηματιστεί από το «όποιος προλάβει» στο «όποιος έχει τα χρήματα να προλάβει». 

Η κουλτούρα κράτησης είναι κουλτούρα ανταγωνισμού

Το να γευτείς, να δεις, να ακούσεις ή να ζήσεις όσα προσφέρει η ελληνική εκδοχή της διασκέδασης μετατρέπεται εν πολλοίς σε πλειστηριασμό που συμβαίνει σε μία συνθήκη αγοράς όπου η ζήτηση αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς τους οποίους η προσφορά δεν μπορεί να ακολουθήσει. Με απλά λόγια, τα μπαρ της Αθήνας δεν μας χωράνε. Με λίγο πιο σύνθετα, δεν χωράνε όσους δεν έχουν τα λεφτά να πιάσουν θέση.

Μπορεί αυτός ο ανταγωνισμός για διασκέδαση να μην είναι ακριβώς εμφανής στα μπαρ ή στις ταβέρνες (ακόμα). Έχει γίνει όμως πρόδηλος σε πολλά νυχτερινά κέντρα, στα οποία οι τιμές έχουν εκτοξευτεί και γίνεται μάχη για ένα τραπέζι. Στη μάχη αυτή μάλιστα έχουν μπει και ξένα πορτοφόλια.

Σε μεγάλες και πολύ επιτυχημένες σκηνές της Αθήνας χρειάζεται να κάνεις κράτηση εβδομάδες ή μήνες πριν. Δεν είναι απίθανο δε αυτή η κράτηση να ακυρωθεί από το κέντρο την προηγούμενη μέρα, χωρίς να δίνεται κανένας πειστικός λόγος για αυτό. Στις καλύτερες περιπτώσεις, αν δεν δώσεις ως και 1 χιλιάρικο το τραπέζι, η κράτησή σου θα σε στείλει πίσω από κάποια κολόνα ή, κατά το παραδοσιακόν, δίπλα στις τουαλέτες.

Photo by Marcus Herzberg

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η κουλτούρα της κράτησης, ως κουλτούρα ανταγωνισμού, πηγαίνει χέρι-χέρι με την ολοένα και πιο ακριβή διασκέδαση. Τα παραδείγματα δεν έρχονται από βιβλία sci-fi αλλά από άλλες πόλεις, από αυτές που λέμε πιο «προηγμένες» από τη δική μας.

Σε μία από αυτές, τη Νέα Υόρκη, πολλά μαγαζιά έχουν εντάξει τις ψηφιακές κρατήσεις, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία elite memberships που σε πολύ υψηλό κόστος προσφέρουν προτεραιότητα στην κράτηση. Το κόστος της συνδρομής μπορεί να ξεπερνάει τα 1.000 δολάρια τον χρόνο. Πρόσφατα δε είχε κυκλοφορήσει η είδηση ότι ένας άνδρας ελληνικής μάλιστα καταγωγής, είχε δώσει 90.000 δολάρια για να κρατήσει για όλο το καλοκαίρι ένα τραπέζι στην περιοχή Hamptons.

Το παράδειγμα μπορεί να μοιάζει ακραίο αλλά δείχνει την κατεύθυνση που παίρνουν τα πράγματα, πρώτα στις μητροπόλεις και μετά σε πόλεις όπως η Αθήνα. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι η εξής: Όλο και καλύτερη και πιο ποιοτική εστίαση, όλο και λιγότεροι άνθρωποι που έχουν πρόσβαση σε αυτή. 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
1
Σοκαρίστηκα