«Δεν πρόκειται ποτέ να έχουμε ισότητα των φύλων ή να μειώσουμε τη διαφορά στις αμοιβές, μέχρι να έχουμε ισότητα ανάμεσα στα ζευγάρια». Δύο στις δέκα επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν απασχολούν ούτε μία γυναίκα σε διοικητική θέση και το χάσμα ανάμεσα στα φύλα επιδεινώθηκε το 2024.
Ένα άτομο της Gen-Z, 20 χρονών σήμερα, που δεν έχει καν μπει στην αγορά εργασίας, θα έχει διανύσει το πιο δημιουργικό κομμάτι της επαγγελματικής του ζωής και θα είναι 50 ετών, όταν (θεωρητικά) θα έχει επιτευχθεί η ίση εκπροσώπηση των γυναικών στις ανώτερες διοικητικές θέσεις, το μακρινό 2053. Κάτι δεν κάνουμε καλά.
Κι αυτό θα συμβεί μόνο αν ο αργός ρυθμός ανόδου του ποσοστού των γυναικών στα διευθυντικά πόστα παγκοσμίως παραμείνει σταθερός και δεν καταγράψει κάποιο σημαντικό πισωγύρισμα, όπως συνέβη με την οικονομική κρίση του 2008 και φυσικά με την πανδημία.
Παρόλο που σε παγκόσμιο επίπεδο το 2024, το ποσοστό των διοικητικών θέσεων που καταλαμβάνονται από γυναίκες κατέγραψε άνοδο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, στην Ελλάδα σημειώθηκε πτώση κατά πέντε ολόκληρες μονάδες, από 37% το 2023 σε 32% το 2024, σύμφωνα με την έρευνα της Grant Thornton για το γυναικείο επιχειρείν. Επίσης, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν απασχολούν καμία γυναίκα σε ανώτερη διοικητική θέση κατέγραψε σημαντική άνοδο και άγγιξε το 19% το 2024, έναντι 11% το 2023. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ισπανία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 6%.
Η αύξηση του ποσοστού των γυναικών σε ανώτερες διοικητικές θέσεις στη χώρα μας είναι ανησυχητικά αργή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε σχέση με το 2011, παρατηρείται αύξηση μόλις 2% κι ας έχουν περάσει 13 ολόκληρα χρόνια και ένα #MeToo που τάραξε τα νερά και της επαγγελματικής μας ζωής.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι στη χώρα μας οι γυναίκες πληρώνουν ακόμα τα απόνερα της (συνεχιζόμενης) οικονομικής κρίσης· η βουτιά στην εκπροσώπηση των γυναικών σε ανώτερες διοικητικές θέσεις το 2012 ήταν δραματική – σχεδόν 10% σε ένα έτος, σύμφωνα με την Grant Thornton. Απόδειξη ότι η πρόοδος σε όλα τα ζητήματα ισότητας των φύλων δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαιρετικά εύθραυστη. Όταν δεν επιτυγχάνονται βήματα προς τα εμπρός, το πισωγύρισμα είναι δεδομένο.
Το γράφημα που δείχνει το ποσοστό των γυναικών σε διοικητικές θέσεις στην Ελλάδα μοιάζει με καρδιογράφημα· την τελευταία δεκαετία έχουν καταγραφεί δραματικά σκαμπανεβάσματα –με σημαντικότερο του 2012 και του 2017– την ώρα που σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφεται σταθερή άνοδος, με εξαιρετικά μικρά ποσοστά υποχώρησης, μόλις δύο χρονιές.
Σημειώνεται ότι η νέα νομοθεσία του Ευρωκοινοβουλίου προβλέπει ότι το αργότερο από τον Ιούνιο του 2026, τουλάχιστον το 40% των θέσεων μη εκτελεστικών διοικητικών στελεχών και το 33% των θέσεων εκτελεστικών διοικητικών στελεχών θα πρέπει να στελεχώνονται με γυναίκες στις επιχειρήσεις που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο και απασχολούν πάνω από 250 εργαζόμενους.
Αυτή σίγουρα είναι μια καλή αρχή, αλλά περιμένουμε να δούμε τι αποτέλεσμα θα έχει στην ελληνική αγορά εργασίας, όπου κυριαρχούν οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το χάσμα των φύλων στην εργασία
Η πρόσβαση στις διοικητικές θέσεις και η «γυάλινη οροφή» είναι μόλις μία πτυχή του προβληματικού τοπίου της γυναικείας απασχόλησης στην Ελλάδα. Ίσως, ο πιο ανησυχητικός δείκτης σχετίζεται με τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες, γεγονός που συνηγορεί στο να παραμένουν τα υψηλά κλιμάκια των οργανισμών ανδροκρατούμενα. Κοινώς, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται γενικά στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, πόσο μάλλον στις υψηλότερες βαθμίδες.
Συνηθισμένη πια στις αρνητικές πρωτιές, η χώρα μας σημειώνει άλλη μία: στην Ελλάδα καταγράφηκε το χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης (49%), ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το 2019 και το 2020, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Επίσης, το χάσμα στη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας άγγιξε το 21%, τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ε.Ε. βρίσκεται στο μισό –και εδώ πήραμε την πρωτιά.
Το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς και το θέμα της έλλειψης ικανοποιητικής πρόσβασης των γυναικών στις υψηλές διοικητικές θέσεις είναι πολυπαραγοντικά φαινόμενα. Αν θέλουμε να τα ερμηνεύσουμε, πρέπει να εξετάσουμε την έντονα συντηρητική δομή της ελληνικής κοινωνίας και του παραδοσιακού οικογενειακού μοντέλου που καλά κρατεί, στο οποίο οι γυναίκες –εργαζόμενες και μη– ακόμα επωμίζονται τα βάρη του σπιτιού και των παιδιών, την ώρα που οι σύντροφοί τους απλώς «βοηθάνε». Φυσικά, υπάρχουν όλων των ειδών οι οικογένειες που αμφισβητούν αυτά τα στεγανά.
Ωστόσο, είναι το πλέον σύνηθες για μια γυναίκα, ακόμα και σήμερα, μετά το 8ωρο της στη δουλειά, να συνεχίζει την απλήρωτη εργασία στο σπίτι. Το γεγονός αυτό εντείνει την ουσιαστική ανισότητα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες εργαζόμενες, οι οποίες ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία και αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια λόγω του φύλου τους:
- Προκαταλήψεις, στερεότυπα για ανδρικές και γυναικείες δουλειές και έμφυλες διακρίσεις.
- Απλήρωτη οικιακή εργασία και φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων μελών της οικογένειας. Σύμφωνα με έρευνα του OXFAM το 2020, οι γυναίκες παγκοσμίως ξοδεύουν 12,5 δισεκατομμύρια εργατοώρες τον χρόνο στις δουλειές του σπιτιού. Αν οι γυναίκες πληρώνονταν για αυτή τη σκληρή εργασία, το κέρδος τους θα ήταν 10,8 τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.
- Ανεπαρκής άδεια μητρότητας και απουσία δημόσιων υποδομών για τη φροντίδα των παιδιών.
- Μισθολογικό χάσμα
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Eurostat για το 2022, οι γυναίκες στην Ελλάδα κερδίζουν 10,4% λιγότερα ανά ώρα σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους.
- Ανεργία
Η ανεργία μαστίζει περισσότερο τις γυναίκες, με το ποσοστό ανεργίας τους να είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των αντρών. Το 2018, η ψαλίδα άγγιζε το 9%, ενώ σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023, το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 4.4% (8% η ανεργία στους άνδρες, 12.4% η ανεργία στις γυναίκες)
- Μερική απασχόληση
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των γυναικών που εργάζεται με μερική απασχόληση είναι υπερτριπλάσιο από εκείνο των ανδρών. Συγκεκριμένα, το 11% των γυναικών βρίσκεται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης έναντι του 3% των ανδρών, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2023.
Ισότητα στην οικογένεια, ισότητα στην εργασία
Οι παραπάνω παράγοντες δημιουργούν πολλαπλάσιες προκλήσεις για τις γυναίκες εργαζόμενες και επηρεάζουν καθοριστικά την εργασιακή τους ανέλιξη. Μία από τις σημαντικότερες επιστημόνισσες σε παγκόσμιο επίπεδο, η 77χρονη σήμερα καθηγήτρια του Harvard, Claudia Goldin έχει αφιερώσει την καριέρα της στη διερεύνηση της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στον εργασιακό τομέα και πώς αυτή μπορεί να περιοριστεί.
Μάλιστα, για την πολυετή της έρευνα πάνω στην επαγγελματική ζωή και τις αποδοχές των Αμερικανίδων βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά, το 2023.
Για να επιτευχθεί η μισθολογική ισότητα, αλλά και η ίση εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών στα υψηλά κλιμάκια, η Goldin προτείνει μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση για την παιδική μέριμνα, καθώς και αλλαγή της εργασιακής κουλτούρας με δουλειές, όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς και μοιράζονται τα καθήκοντα, έτσι ώστε να μην οδηγούνται σε εξάντληση ή/και burnout. Το «παραδοσιακό» μοντέλο σκληρής ηγεσίας είναι απαραίτητο να αλλάξει. Επίσης, οι ίδιες οι εταιρείες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για την εργασιακή ισότητα με σαφείς στρατηγικές και θέσπιση νέας θέσης εργασίας που σχετίζεται με τις προσπάθειες Ενσωμάτωσης και Ίσων Ευκαιριών Εκπροσώπησης (DE&I) για τη συμπερίληψη των μειονοτήτων στις εταιρείες και τους οργανισμούς.
Τα παραπάνω μπορεί να εφαρμοστούν, αλλά αν δεν αλλάξουν οι οικογενειακοί συσχετισμοί και δεν καταρριφθούν τα στερεότυπα σχετικά με τα φύλα και την οικιακή εργασία, μικρή επίδραση θα έχουν στην επαγγελματική ζωή των γυναικών. Η ίδια η Goldin με μία πρόταση εντόπισε τον πυρήνα του προβλήματος, μιλώντας στο CNBC:
«Δεν πρόκειται ποτέ να έχουμε ισότητα των φύλων ή να μειώσουμε τη διαφορά στις αμοιβές, μέχρι να έχουμε ισότητα ανάμεσα στα ζευγάρια». Όπως ανέφερε η επιτροπή των βραβείων Νόμπελ, η σπουδαία οικονομολόγος κατέδειξε με δεδομένα ότι σήμερα το μεγαλύτερο μισθολογικό χάσμα παρατηρείται μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ίδια θέση εργασίας και ότι εμφανίζεται κυρίως μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού μιας γυναίκας. Aν οι γυναίκες κατακτήσουν την ισότητα στις οικογένειές τους, είναι πολύ πιο πιθανό να κατακτήσουν την ισότητα και στην αγορά εργασίας.
Δυστυχώς, το 2024, ειδικά στην Ελλάδα πρέπει να μιλάμε ακόμα για ισότητα.