Παρ’ όλο που η οικονομική κατάσταση στη χώρα γίνεται όλο πιο αβέβαιη και περίπλοκη, οι πολίτες συνηθίζουν να επιβιώνουν με πολύ χαμηλές αποδοχές.
Ακούγεται συχνά πως εάν βγάζεις περίπου 800€ το μήνα (σ.σ.: ο βασικός μισθός) είναι «καλά» ή πως, ακόμα, πρέπει να λες και «ευχαριστώ». Είναι επιτακτική ανάγκη να τεθεί επί τάπητος το θεμελιώδες αυτό ζήτημα: Τί έχουμε ως ιδανικό και με τί “βολευόμαστε”; Και το κυριότερο, με τις επικρατούσες εργασιακές συνθήκες και την ακρίβεια που επικρατεί, τί μισθό χρειαζόμαστε για να είμαστε αυτάρκεις και να επιβιώνουμε στις συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού;
Βάζοντάς τα κάτω…
Για να υπολογιστεί ο ιδανικός κατώτατος μισθός πρέπει να αθροίσουμε τις βασικές ανάγκες – και όχι μόνο. Το κόστος ζωής αυξάνεται συνεχώς, ενώ οι πενιχρές απολαβές δε μπορούν στο ελάχιστο να ανταποκριθούν στα βασικά έξοδα, καθώς, με απλά μαθηματικά, διακρίνεται η σημαντική εισοδηματική ανισότητα. Αρχικά, είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί. Η ελάχιστη μίσθωση, για ένα αξιοπρεπές σπίτι, είναι 350-400€ – τουλάχιστον. Εάν ένα άτομο λαμβάνει τον βασικό μισθό, 667€, δηλαδή, μιλάμε ήδη για παραπάνω από τα μισά χρήματα, μόνο για στέγη.
Συνεχίζουμε με το ρεύμα, το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα και – με επιείκεια – ας πούμε πως στοιχίζει 100€ το μήνα. Για τα απαραίτητα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, μηνιαίως, χρειάζονται περίπου 150 με 200€, το ελάχιστο. Υπάρχει, επίσης, ο λογαριασμός του νερού, ας πούμε 30€, κοινόχρηστα 15-20€, ενώ αν υπάρχει και αυτοκίνητο, προστίθενται στην εξίσωση οι βενζίνες, περίπου 100€. Απαραίτητα κρίνονται, πλέον, ίντερνετ και κινητό κάπου στα 50€.
Εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε έκτακτα έξοδα που μπορεί να τύχουν, όπως π.χ. ένας γιατρός ή κάποια επισκευή, συν 50€, και μιάς και έρχεται χειμώνας, η θέρμανση θα κοστίσει, ενδεικτικά, άλλα 100€. Χωρίς να χρειάζονται πολύπλοκες αναλύσεις, τα μηνιαία έξοδα έχουν ήδη ξεπεράσει τα 1000€ – και μιλάμε για τις βασικές ανάγκες. Με τα 667€ του κατώτατου μισθού, οι πολίτες δίνουν αγώνα επιβίωσης για να καλυφθούν τα βασικά έξοδα.
Με ρεαλιστική οπτική, μέσα σε αυτό το εργασιακό και οικονομικό περιβάλλον, είναι απαραίτητο οι καθαρές αποδοχές να βρίσκονται στα 1.100 με 1.200€, αν θέλουμε, ως χώρα, να προσφέρουμε μία αξιοπρεπή διαβίωση.
Οτιδήποτε λιγότερο είναι εξευτελιστικό και ορατά μη βιώσιμο.
Βασικές ανέσεις, όχι στέρηση
Στη σύγχρονη εποχή, το να αναζητάμε απλά την επιβίωση, δεν αρμόζει στην εξέλιξη του είδους μας. Σαν “κυνηγοί του ιδανικού” και των αυτονόητων ανέσεων, τα κόστη δε πρέπει να προσμετρούνται απλά για να βγαίνει ο μήνας, αλλά και με παροχές που όλοι οι άνθρωποι θέλουν και χρειάζονται. Υπάρχει μία ισχυρή πλειοψηφική ψευδαίσθηση, πως η στέρηση είναι η λύση, καθώς και η υπομονή των πολιτών απέναντι στα οικονομικά δεινά. Πως αυτό που χρειάζεται, είναι να βάλουμε στην άκρη τις πολυτέλειες για να αποφύγουμε το κοινωνικοοικονομικό αδιέξοδο, επιβιώνοντας με τα ελάχιστα.
Ωστόσο, πέραν των βασικών αναγκών, χρειαζόμαστε ψυχαγωγία. Να πάμε ένα σινεμά και μετά για ένα ποτό. Ένα θέατρο, ένα φαγητό, μια διήμερη απόδραση. Απλές καταστάσεις, οι οποίες δεν θα έπρεπε να θεωρούνται πολυτέλειες, αλλά δεδομένα. Ιδανικός μισθός είναι αυτός που αρκεί για την επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ εργασίας, αναγκών και διασκέδασης – αλλά και φυσικά αποταμίευσης. Πρέπει να είναι λογικός όχι απλά ανάλογος και να προσδίδει αξιοπρέπεια στους πολίτες και όχι επιβίωση με προκλήσεις.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας, οι απολαβές, τη δεδομένη χρονική στιγμή, θα έπρεπε να υπερβαίνουν τα 1.500€, ώστε να μιλάμε για μία υγιή, ισορροπημένη σχέση εργασίας και ζωής, που επιτρέπει και αφήνει περιθώρια στα άτομα να απολαμβάνουν την κάθε μέρα.
Χαμηλές προσδοκίες και το νέο εργασιακό νομοσχέδιο
Είναι αρκετά ανησυχητική η τάση παθητικής αποδοχής της υπάρχουσας μισθολογικής κατάστασης, συνυπολογίζοντας τις φοβερές ανισότητες που όλος ο κόσμος βιώνει. Μία παραίτηση, ένας συμβιβασμός – λες και τα λίγα μοιάζουν πολλά και περισσεύουν κιόλας. Μία γενικότερη δυσαρέσκεια υπάρχει, αλλά όχι κάτι παραπάνω. Το ζητούμενο, βέβαια, δεν είναι η αναζήτηση παράλογων απαιτήσεων βάσει όσων προαναφέρθηκαν, ενώ ταυτόχρονα η ολιγάρκεια στην οικονομική διαχείριση δεν έχει απαραίτητα αρνητικό πρόσημο.
Εντούτοις, το οικονομικό χάσμα, ανάμεσα σε όσους νομοθετούν, δημιουργώντας τις δυσμενείς αυτές συνθήκες και στους βιοπαλαιστές, είναι αβυσσαλέο και αγεφύρωτο. Τόσο, που η υπομονή του κόσμου, μοιάζει με μία τέλεια προσαρμογή σε μία αρρωστημένη κατάσταση που έχει εδραιωθεί. Πριν λίγες μέρες ψηφίστηκε το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει πως ένα άτομο πλέον μπορεί, νόμιμα, να εργάζεται έως και 13 ώρες την ημέρα. Τι σημαίνει αυτό σε ελεύθερη μετάφραση; “Εάν δε σου φτάνουν τα λεφτά να επιβιώσεις, δούλεψε παραπάνω”.
Φυσικά, η πλειοψηφία των πολιτών αδιαφορεί, δε γνωρίζει, δεν ασχολείται. Μα πρόκειται για κάτι που τους αφορά, με τις συνέπειες να είναι τεράστιες στο ήδη λαβωμένο εργασιακό πεδίο. Υπάρχει ο φόβος της διεκδίκησης στα αυτονόητα και καμία προθυμία απαίτησης αλλαγών που θα βελτιώσουν την εργασιακή ποιότητα.
Βασικός μισθός: Σύγκριση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα – εμπειρίες που απεικονίζουν την κατάσταση
Η χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, βρίσκεται στη 9η θέση στην κατάταξη των κατώτατων μισθών. Πρέπει να διερωτηθούμε, γιατί ο πολίτης στην Ελλάδα βιώνει εργασιακά τόση υποτίμηση, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, όταν υπάρχουν λύσεις;
Γιατί δεχόμαστε να αμειβόμαστε με στατιστικά το 9ο κατώτερο μισθό στην Ευρώπη;
Πολλοί και πολλές είναι που κάνουν δύο και τρεις δουλειές. Χωρίς γκρίνια. Επειδή έτσι είναι τα πράγματα. Σε μία προσπάθεια να κατακτήσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Πόσοι άνθρωποι γύρω μας κάνουν το ίδιο και πόσες οικογένειες ακόμα δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα απλά και καθημερινά έξοδα. Η αλλαγή προέρχεται από την αντίληψη της αδικίας και της ανισότητας. Ωστόσο, το βίωμα γίνεται συνήθεια και το αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον πρέπει να συμβαδίσει με τις ανάγκες των πολλών – και όχι τα συμφέροντα των λίγων και ισχυρών.