Η κλιματική αλλαγή έχει προκαλέσει μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που θέτουν σε κίνδυνο την ποιότητα των θαλάσσιων υδάτων. Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα;
Το καλοκαίρι του 2023, συνολικά περισσότερα από 1.700 στρέμματα αγροτοδασικών εκτάσεων έγιναν στάχτη. Η κακοκαιρία Daniel, στις αρχές του Σεπτεμβρίου, άφησε πίσω της πλημμυρισμένες περιοχές, χαμένες ζωές, περιουσίες και υποδομές. Η περασμένη χρονιά ήταν η θερμότερη που έχει ιστορικά καταγραφεί, με τις προβλέψεις για το 2024 να παραμένουν δυσοίωνες, δεδομένων των πολύ υψηλών θερμοκρασιών που σημειώνονται ήδη από τώρα. Την ίδια στιγμή, η επιστημονική κοινότητα παρατηρεί ολοένα και συχνότερα «πρωτοφανή» φαινόμενα, τα οποία αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή και τις δραματικές συνέπειές της.
Ένα από τα περιβάλλοντα που κινδυνεύουν άμεσα είναι και το θαλάσσιο, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ευθύνονται για μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που θέτουν σε κίνδυνο την ποιότητα των υδάτων. Ταυτόχρονα, οι πιέσεις που ασκεί ο άνθρωπος, όπως η υπεραλίευση, η ρύπανση, η παράκτια ανάπτυξη και η ναυτιλία, πλήττουν επίσης την ανθεκτικότητά της.
Το Estella επικοινώνησε με τον κ. Γιάννη Χατζηανέστη, χημικό ωκεανογράφο και ερευνητή στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, προκειμένου να μας ενημερώσει σχετικά με τα ελληνική πραγματικότητα.

Ο ίδιος υπήρξε αρκετά καθησυχαστικός ως προς την ποιότητα των νερών στη χώρα, χωρίς φυσικά αυτό να συνεπάγεται την μη ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών για την προστασία των θαλασσών τόσο σε κρατικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο
«Αν μιλήσουμε αποκλειστικά για την κολύμβηση, το βασικό κριτήριο είναι η θάλασσα να μην φέρει μικροβιολογικό φορτίο. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τα λύματα και δεν μπορώ να πω ότι στην Ελλάδα χρειάζεται να ανησυχούμε για κάτι τέτοιο. Η υγεία του οικοσυστήματος όμως, συνολικά, είναι ένα άλλο θέμα. Εάν η ισορροπία διαταραχθεί, αυτό έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες που μας αφορούν όλους. Από την κλιματική αλλαγή που εκφράζεται κυρίως μέσω μετεωρολογικών φαινομένων, μέχρι την επικράτηση “ξένων” ειδών στις θάλασσες, αλλά και φαινόμενα ευτροφισμού, μείωσης οξυγόνου, οξίνιση των ωκεανών, αύξηση της στάθμης των νερών κ.ά.».
Από τότε που άρχισε να λειτουργεί η Ψυττάλεια, το νησί του Σαρωνικού Κόλπου, που συναντάμε ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά και της Σαλαμίνας και αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας λυμάτων στην Ευρώπη, στα νερά της Αττικής παρατηρείται μία «συνεχώς βελτιούμενη κατάσταση», όπως υπογραμμίζει ο επιστήμονας και ερευνητής κ. Χατζηανέστης. «Κάποια είδη που είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται, εμφανίζονται πάλι. Επιπλέον, κάποιες από τις βιομηχανίες που λειτουργούσαν στην Ελευσίνα και επιβάρυναν τη θάλασσα με χημικά, έχουν απεγκατασταθεί από την περιοχή. Σε γενικές γραμμές και ειδικά αν συγκρίνουμε με άλλες χώρες, η κατάσταση είναι πολύ καλή».
«Πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή της Ανατολικής Αττικής που δεν υπάρχει αποχετευτικό σύστημα και πολλά από τα λύματα καταλήγουν στη θάλασσα. Οι περισσότεροι βόθροι είναι απορροφητικοί, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αδειάζουν ποτέ. Ωστόσο, επειδή η Μεσόγειος είναι ολιγοτροφική, αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα των υδάτων».
Το γεγονός, βέβαια, πως οι θάλασσές μας είναι απαλλαγμένες στο μεγαλύτερο κομμάτι τους από μικροβιολογικά φορτία δεν σημαίνει πως μένουν ανεπηρέαστες από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το φαινόμενο μείωσης του οξυγόνου που παρατηρείται τοπικά στην τάφρο της Επιδαύρου.
«Το οξυγόνο στον ωκεανό έρχεται από την επιφάνεια. Για να έχουμε οξυγόνο στα 400 μέτρα, πρέπει αυτό να αναμειγνύεται σε όλα τα στρώματα της θάλασσας. Όταν για κάποιον λόγο δεν συμβαίνει, το οξυγόνο που βρίσκεται κοντά στον πυθμένα καταναλώνεται κι έτσι μπορεί να φτάσει ακόμα και να μηδενιστεί. Για να υπάρχει ανάμειξη στη θάλασσα, πρέπει να μην υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη θερμοκρασία. Τώρα που το κλίμα έχει ζεστάνει, η θερμοκρασία στην επιφάνεια της θάλασσας, ακόμα και τους χειμερινούς μήνες, είναι πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τον πυθμένα κι έτσι δεν υπάρχει ανάμειξη. Αυτό είναι κάτι που επηρεάζει άμεσα την θαλάσσια ζωή. Προς το παρόν, αποτελεί τοπικό φαινόμενο».
Μία γνωστή επίπτωση της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση της στάθμης των θαλασσών. Το λιώσιμο των πάγων λόγω των υψηλών θερμοκρασιών αναμένεται να πλήξει σοβαρά τις παράκτιες περιοχές μεσ’ τα επόμενα χρόνια. Μία λιγότερο γνωστή επίπτωση ωστόσο, αν και εξίσου σημαντική, είναι και η οξίνιση των ωκεανών, η οποία προκαλείται από την απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από την ατμόσφαιρα της Γης και έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της τιμής του pH του θαλασσινού νερού. Η μείωση αυτή μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στους θαλάσσιους οργανισμούς, ιδιαίτερα σε αυτούς που έχουν κελύφη που αποτελούνται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο.
«Στην Ελλάδα έχουν αρχίσει και επιβιώνουν είδη που παλιά δεν θα μπορούσαν. Είναι χαρακτηριστικό πως οργανισμοί τους οποίους “μετέφεραν” τα πλοία που έρχονταν από την Ερυθρά Θάλασσα πριν από πέντε χρόνια θα πέθαιναν. Τώρα επιβιώνουν και επηρεάζουν αυτούς που ζουν κανονικά εδώ. Διαταράσσεται η ισορροπία έτσι και απαιτούνται δεκαετίες μέχρι να επανέλθει. Μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, για παράδειγμα, είναι του λαγοκέφαλου. Κάθε χρόνο ανακαλύπτουμε και νέα τέτοια είδη».
Όπως επισημαίνει ο κ. Χατζηανέστης, ως προς την προστασία της ρύπανσης των θαλασσών, είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνονται μέτρα, ώστε να μην καταλήγει στη θάλασσα τίποτα επικίνδυνο. Αυτό, στην περίπτωση των λυμάτων, σημαίνει πως πρέπει να υπάρχουν αποχετευτικά δίκτυα παντού και οι βιολογικοί καθαρισμοί να γίνονται σωστά. Όσον αφορά στις παράκτιες βιομηχανικές μονάδες, οι περιβαλλοντικοί όροι πρέπει να είναι αυστηροί και να τηρούνται.
Φυσικά ένα τεράστιο πρόβλημα είναι και τα σκουπίδια, για ένα ποσοστό των οποίων ευθύνεται και ο άνθρωπος. «Πλέον εντοπίζονται πλαστικά παντού. Εάν πετάξεις μια σακούλα είναι πολύ πιθανό πως, μέσω του αέρα, αυτή θα καταλήξει στη θάλασσα. Σήμερα, δεν υπάρχει θαλάσσιος οργανισμός που να μην έχει βρεθεί στο στομάχι του πλαστικό».
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, χρειάζεται να μειώσουμε σημαντικά τις εκπομπές του άνθρακα. Τα μοντέλα έδειχναν, αρχικά, πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, οι οποίες, όμως, όπως αποδεικνύεται έφτασαν νωρίτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών είναι τα ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια».

Ένα άλλο πρόβλημα, σχετικό με τη ρύπανση των θαλάσσιων υδάτων (και όχι μόνο) που παρατηρείται πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια, αφορά στα «παντοτινά χημικά»
Οι PFAS, ή υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ενώσεις, είναι μια ομάδα χιλιάδων βιομηχανικών χημικών που δεν διασπώνται στον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και το περιβάλλον. Τις συναντάμε πολύ συχνά σε ρούχα, αντικολλητικά σκεύη, υλικά συσκευασίας και χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο από τη fast fashion βιομηχανία, καθώς προσδίδουν στα υλικά πιο ανθεκτικές ιδιότητες. «Οι ουσίες αυτές είναι εντελώς τοξικές και δεν διασπώνται ποτέ. Γι’ αυτό ονομάστηκαν και παντοτινά χημικά. Η τάση είναι κάποια στιγμή να αλλάξει η νομοθεσία και να απαγορευτούν. Αυτές οι διαδικασίες βέβαια απαιτούν μελέτες και συνήθως παίρνουν χρόνια».
Σχετικά με οποιαδήποτε συσχέτιση υπερτουρισμού και μόλυνσης των θαλασσών ο κ. Χατζηανέστης σημειώνει πως δεν παρατηρείται κάποια άμεση σύνδεση, πέραν των αυξημένων ποσοτήτων χημικών που εντοπίζονται σε τέτοιες περιοχές και προέρχονται από αντηλιακά και κρέμες. «Τα αντηλιακά είναι φυσικά απαραίτητα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να τηρούμε κάποιους βασικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα να περιμένουμε να απορροφηθεί το προϊόν πριν βουτήξουμε», σημειώνει ο κ. Χατζηανέστης κλείνοντας.
Εικόνες: Shutterstock