“Δεν θα μιλήσω στους γονείς μου ποτέ ξανά”, τόνισε με αυστηρή αλλά και ήρεμη φωνή η Κ. που αποφάσισε ένα βράδυ να μοιραστεί μαζί μου τις αλήθειες της ζωής της.
Ομολογώ ότι σάστισα. Περίμενα με ειλικρινή περιέργεια να ακούσω τι πραγματικά ήταν αυτό το τόσο φρικτό που είχαν κάνει οι γονείς της στην ίδια για να τους αξίζει μια τέτοια “τιμωρία”. Μου περιέγραψε περιστατικά και ιστορίες γεμάτα διαφωνίες και κριτική, παρ’ όλα αυτά, θα παραδεχτώ ότι δεν βρήκα κάτι ανάμεσα σε όσα είπε που να δικαιολογεί μια τόσο σκληρή, κατ’ εμέ, απόφαση. Στο γυρισμό προς το σπίτι, ξημέρωμα πλέον, αναλογιζόμουν ότι η Κ. δεν είναι το πρώτο άτομο κοντά στην ηλικία μου που μοιράζεται μαζί μου μια τέτοια ιστορία.
Είναι αρκετά πλέον τα άτομα γύρω μου που έχουν κόψει κάθε δεσμό με σημαντικά μέλη της οικογένειάς τους, και ιδιαίτερα τους γονείς τους. Η αλήθεια είναι ότι, ως κόρη που μεγάλωσε με πολλή αγάπη και υποστήριξη – αλλά και ως παιδί που έχασε τον μπαμπά του πριν καν τελειώσει το σχολείο – αποφάσεις σαν κι αυτές μου φαίνονται απόλυτα ξένες και οριακά αδικαιολόγητες.
Άλλωστε, εμένα με μεγάλωσαν γενιές ανθρώπων (οι γονείς και η γιαγιά μου) που, αντίθετα με όσα υποστήριξε η Κ. κατά τη συζήτησή μας, πίστευαν ότι αυτούς που μας μεγάλωσαν τους αγαπάμε – ή έστω τους σεβόμαστε – ό,τι κι αν μας έχουν κάνει, όπως κι αν μας έχουν συμπεριφερθεί. Πηγαίνοντας ίσως στο άλλο άκρο, θυμάμαι από μικρή να ακούω ιστορίες μεγαλύτερων ανθρώπων που είχαν γονείς βίαιους, κακοποιητικούς και απόλυτους, τους οποίους όμως ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκαν να αποκόψουν από τη ζωή τους.
Κι αυτό, διότι, το γεγονός ότι ήταν εκείνοι που τους μεγάλωσαν αρκούσε και περίσσευε μέσα τους για να τους προσφέρουν πάντα μια θέση στο οικογενειακό τραπέζι.
Πού είναι άραγε το όριο στο τι δεχόμαστε και τι όχι από τους γονείς μας και τι είδους περιστατικά δικαιολογούν μια πλήρη αποσύνδεση από εκείνους;
Άλλαξε, όντως, κάτι στις τελευταίες γενιές κάνοντας τους νεότερους ανθρώπους να κόβουν ευκολότερα τους δεσμούς; Κι αν ναι, τι είναι αυτό που άλλαξε; Με βάση τον κοινωνιολόγο, Karl Pillemer, και σύμφωνα με σχετική έρευνα που διεξήγαγε, το 10% των ατόμων έχει κόψει δεσμούς με τον γονιό ή το παιδί του, ενώ το 8% με τον αδερφό ή την αδερφή του.
Ακόμη, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, ένα στα τέσσερα άτομα στις ΗΠΑ είχε κόψει δεσμούς με μέλη της οικογένειάς του το 2020, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 67 εκατομμύρια ανθρώπους. Κι αν θέλουμε να κάνουμε μια σύγκριση με το παρελθόν, αξίζει να αναλογιστούμε ότι, με βάση σχετική έρευνα του 1997, το 7% των ενήλικων παιδιών είχε κόψει τους δεσμούς με την μητέρα του, ενώ το 27% με τον πατέρα του.
Το ερώτημα παραμένει: Ποιος είναι πραγματικά αρκετά καλός λόγος για να κόψουμε την επαφή με τους γονείς μας και τι άλλαξε στην πάροδο των ετών;
Τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία από ποιοτικές έρευνες δείχνουν ότι παιδιά και γονείς διαφωνούν για τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στη ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων. Συγκεκριμένα, την ίδια ώρα που οι γονείς αναφέρουν (σε ποσοστό 80% βάσει σχετικής έρευνας) ότι ο βασικός λόγος που το παιδί τους σταμάτησε να τους μιλάει είναι τα λόγια τρίτων (π.χ. ο άλλος γονιός ή ο/η σύντροφος του παιδιού).
Τα παιδιά, από τη δική τους πλευρά, αναφέρουν ως βασική αιτία την τοξική συμπεριφορά από πλευράς του/της γονέα, όπως για παράδειγμα την έλλειψη ενσυναίσθησης, την έλλειψη σεβασμού των προσωπικών ορίων, καθώς επίσης και επικριτική στάση απέναντι στις αποφάσεις της ζωής τους.
Και ενώ η πλειοψηφία της κοινωνίας αποδέχεται τη σεξουαλική και σωματική βία ως επαρκείς λόγους για την αποκοπή των δεσμών των ενήλικων παιδιών με τους γονείς τους, τα διαθέσιμα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η συνηθέστερη αιτία για την οποία τα παιδιά προβαίνουν στη διακοπή των σχέσεων, σχετίζονται με κακοποίηση συναισθηματικής φύσης.
Είναι γεγονός
Η συζήτηση για την συναισθηματική κακοποίηση γίνεται ολοένα και πιο ανοιχτή, παρ’ όλα αυτά, σίγουρα δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην επιθυμητή ωριμότητα ως κοινωνία για να μπορούμε να τη διαχειριστούμε πάντα με τη δέουσα προσοχή και τα κατάλληλα εργαλεία.
Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και εγώ η ίδια, αν και κατανόησα ότι η Κ. υφίσταται ιδιαίτερα τοξική συμπεριφορά από την οικογένειά της, για κάποιο λόγο δεν θεώρησα ότι αποτελεί επαρκή αιτία για να λάβει την απόφαση να αποκλείσει άπαξ και δια παντός τους γονείς της από τη ζωή της. Η αλήθεια είναι ότι το κάθε άτομο έχει διαφορετικά βιώματα και αξίες, σύμφωνα με τα οποία δικαιούται να κρίνει ποιους ανθρώπους επιθυμεί να κρατήσει κοντά του, ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι αυτοί είναι συγγενείς του ή όχι.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, ότι από τη στιγμή που μας μεγάλωσαν θα πρέπει οι γονείς μας να αποδεχτούν ότι θα λάβουμε τις δικές μας αποφάσεις ζωής.