Η Αθήνα επιτέλους απέκτησε ένα μουσείο που τιμά την εμβληματική σοπράνο, η οποία καθόρισε την όπερα του 20ου αιώνα.
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατσιάλος, Georg Lehmann
Περπατώντας στην πολύβουη καρδιά της Αθήνας και ενώ κατηφορίζεις την Μητροπόλεως και φτάνοντας στον αριθμό 44, συναντάς τις ανοιχτές πόρτες που οδηγούν στο ολοκαίνουργιο Μουσείο Μαρία Κάλλας.
Σύμφωνα με ένα παλιό συμβόλαιο, το τετραώροφο νεοκλασικό κτίριο της οδού Μητροπόλεως χτίστηκε το 1928, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και κρίθηκε διατηρητέο. Την δεκαετία του 2010 αγοράστηκε από τον Δήμο Αθηναίων και αποφασίστηκε να στεγάσει το Μουσείο Μαρία Κάλλας. Σίγουρα πρόκειται για ένα σημείο πολιτιστικής αναφοράς που θα προσελκύσει επισκέψεις και συζητήσεις από όλο τον κόσμο.
Ένας αιώνας συμπληρώθηκε από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας και για αυτό το 2023 έχει ενταχθεί στον κατάλογο επετείων της UNESCO. Ο νέος μουσειακός οργανισμός φωτίζει την καριέρα και την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας, προσφέροντας μια βιωματική και διαδραστική εμπειρία.
«Αρκεί να την ακούσεις μία φορά για να μην την ξεχάσεις ποτέ», είχε πει ο τενόρος Giuseppe Di Stefano και ανεβαίνοντας στον 3ο όροφο για να βυθιστείς στον μικρόκοσμο που έχουν επιμεληθεί για να την απολαύσεις στο έπακρο, εισέρχεσαι σε ένα δωμάτιο που σε μαγνητίζει η φωνή της.
Μπορείς να αφεθείς στην ανακάλυψη της ερμηνείας τις σε τρεις από τους πιο αξέχαστους ρόλους της καριέρας της: Tosca, Norma, La traviata. Το εκπληκτικό εύρος της φωνής της κάλυπτε τρεις οκτάβες και της έδινε την δυνατότητα να ερμηνεύει ρόλους τελείως διαφορετικών απαιτήσεων.
Η Μαρία πίσω από την Κάλλας
Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρία Άννα Σεσίλια Σοφία Καλογεροπούλου και γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο του 1923. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1937, καθώς ο γάμος των γονιών της όδευε προς το τέλος, επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα της και την αδερφή της.
Τότε, η μητέρα της προσπάθησε να στείλει τη Μαρία Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών, ανεπιτυχώς ωστόσο, γιατί οι καθηγητές θεώρησαν άγουρη τη φωνή της. H πρώτη της δασκάλα ήταν η Μαρία Τριβέλλα του Εθνικού Ωδείου.
«Τραγουδούσε τις πιο δύσκολες άριες του διεθνούς οπερατικού ρεπερτορίου με την ύψιστη μουσικότητα», είχε πει η ίδια για την μαθήτριά της.
Τον Απρίλιο του 1938, η Μαρία Κάλλας έκανε το συναυλιακό της ντεμπούτο σε ρεσιτάλ της τάξης Τριβέλλα στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, τραγουδώντας ένα ντουέτο από την Tosca του Puccini. Τότε, πέρασε από ακρόαση στο Εθνικό Ωδείο κι έγινε δεκτή. Μία εκ των σοπράνο της επιτροπής, η Ισπανίδα Ελβίρα ντε Ιδάλγο, ανέφερε ότι άκουσε «στροβιλώδεις, φουσκωμένους καταρράκτες ήχων που ήταν, βέβαια, ανεξέλεγκτοι, αλλά σίγουρα γεμάτοι θεατρικότητα και συναίσθημα».
Ήδη, είχε αρχίσει να εντυπωσιάζει η σοπράνο που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως “La Divina”, χάρη στη θεϊκή φωνή της. Το 1945, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μαρία Κάλλας επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου και ξεκίνησε μια καριέρα που θα μείνει στην ιστορία.
«Δεν είμαι είδωλο», σχολίαζε η Κάλλας. «Έχετε ανάγκη από είδωλα, αλλά καταστρέφετε τα είδωλά σας πολύ γρήγορα».
Βιώνοντας την Κάλλας
Μέσα από παρτιτούρες, κοστούμια παραστάσεων, φορέματα, επιστολές, φωτογραφίες, εικαστικά έργα και οπτικοακουστικό υλικό, περιηγείσαι στο σύμπαν της Μαρίας Κάλλας, το οποίο έχει στόχο να εμπνεύσει, να ψυχαγωγήσει και να αναδείξει τα στοιχεία της τεχνικής της που την έκαναν μοναδική.
Πολλές από τις ερμηνείες της θεωρούνται ανεπανάληπτες. «Η φωνή δεν είναι μόνο νότες και τίποτε άλλο. Είναι χρώματα, με τη φωνή ζωγραφίζει κανείς, μου χρειάζονται όλα τα χρώματα για να εκφράσω όλα τα συναισθήματα», υποστήριζε η θρυλική υψίφωνος.
Τα εκθέματα του μουσείου περιλαμβάνουν αντικείμενα που αναδεικνύουν την πολύπλευρη αυτή καλλιτέχνιδα, η οποία με το μεγάλο εύρος, το μοναδικό ηχόχρωμα της φωνής της και τη σκηνική της παρουσία, κατάφερε να αλλάξει την όπερα -και τον τρόπο που σκεφτόμαστε για αυτήν- για πάντα.
Με μια επίσκεψη στο Μουσείο Μαρία Κάλλας, μπορείς να μάθεις περισσότερα και για τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ‘60, στο Harry’s Bar στη Βενετία, όπου έδεναν τα γιοτ του Ωνάση και του Νιάρχου.
«Δεν μπορώ να πω τι έτρωγε η Κάλλας. Ίσως να ‘τρωγε με τα μάτια των Ωνάση», είχε σχολιάσει ο Arrigo Cipriani, ο ιδιοκτήτης του Harry’s Bar.
Η δημιουργία συλλογής του Δήμου Αθηναίων με αντικείμενα της Μαρίας Κάλλας ξεκίνησε το 2000, όταν ο Δήμος απέκτησε τα πρώτα αντικείμενα συμμετέχοντας σε διεθνή πλειστηριασμό στο Παρίσι. Έκτοτε, η συλλογή έχει εμπλουτιστεί με δωρεές αντικειμένων από αρκετούς φορείς και ιδιώτες, όπως ο Ελληνικός Σύλλογος Μαρία Κάλλας και το ζεύγος Κωνσταντίνου και Βικτωρίας Πυλαρινού, με κειμήλια που ανήκαν ή αναφέρονται στη Μαρία Κάλλας, αλλά και με αντικείμενα που προέκυψαν από χρησιδανεισμό, με αποτέλεσμα να αριθμεί σήμερα περίπου 1000 τεκμήρια.
Βέβαια, δεν έλειψαν οι παραφωνίες, οι παρατυπίες και τα λάθη από την «πρεμιέρα» του μουσείου, καθώς ήδη εντοπίστηκαν αρκετά «παροράματα», για μια δουλειά τόσων ανθρώπων που αφορά στη μεγαλύτερη σοπράνο που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα.
Έγινε λόγος για «ασυγχώρητη προχειρότητα» και επιφανειακή προσέγγιση από τον νομικό Φώτη Καραγιαννόπουλο, γνώστη της όπερας και της καλλιτεχνικής διαδρομής της Μαρίας Κάλλας. Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια σειρά ελλειπών και λανθασμένων αναφορών, ενώ υποτιμάται εντελώς η σχέση της Κάλλας με τη Λυρική Σκηνή. Μετά από καθυστερήσεις πολλών ετών κι αφού ξεπεράστηκαν γραφειοκρατικά εμπόδια και αναβολές, είναι κρίμα ένα τέτοιο μουσείο να μη μπορεί να σταθεί αντάξιο της διεθνούς καλλιτέχνιδας.
Τουλάχιστον, μετά από την επίσκεψη στο ΜΜΚ (Μουσείο Μαρία Κάλλας), δεν μένει παρά να επιβεβαιώσει κανείς ότι η Μαρία Κάλλας είναι «ένα από τα θεϊκά εκείνα ταλέντα που σε κάνουν να απορείς».
Μουσείο Μαρία Κάλλας, Μητροπόλεως 44, 105 63, Αθήνα. Το Μουσείο είναι προσβάσιμο σε ΑμεΑ.