Στη θεατρική παράσταση “Το μεγάλο μας τσίρκο”, υπάρχει ένα τραγούδι που τους στίχους του έχει γράψει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, τη μουσική του συνέθεσε ο Σταύρος Ξαρχάκος, για να φτάσει στα αφτιά μας μέσα από τις φωνές του Νίκου Δημητράτου, της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου. Πενήντα χρόνια μετά, κάθε στίχος, παραμένει Νοέμβρης.

Πενήντα χρόνια μετά: “Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού. Πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν, κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού”.

Τα τελευταία χρόνια, έκατσα απέναντι από ανθρώπους που το χνάρι τους στη ζωή θα παραμείνει άσβεστο στους αιώνες, όπως συμβαίνει με εκείνους κι εκείνες που περπάτησαν στο φως και, κοιτάζοντας το, έγραψαν τα κομμάτια της πιο εύθραυστης ιστορίας μας.

Με τη σκέψη του ότι αν ποτέ με ρωτήσουν τι έκανα σε αυτή τη δουλειά που με καθόρισε, θα σκεφτώ σίγουρα και τα πρόσωπα αυτά, παραθέτω ένα κομμάτι των αφηγήσεών τους. Σαν φυλαχτό. Μπας και δεν ξεχάσουμε. Μπας και η ταλαιπωρία της ζωής μετατραπεί σε καύλα για τα πάντα. 

Όταν συνάντησα τον Περικλή Κοροβέση, δεν ήξερα ότι κάναμε την τελευταία του συνέντευξη. Σαν μια θάλασσα τρυφερότητας, ο άνθρωπος που φιλοξενούμενος στη Γενεύη και μετά από παρότρυνση του Μιχαήλ Ράπτης (Πάμπλο), έγραψε στα 27 του τους “Ανθρωποφύλακες”, κάνοντας γνωστό σε όλο τον κόσμο τι σημαίνει Χούντα στην Ελλάδα, μας άφησε να κολυμπήσουμε στις αναμνήσεις του.

Είπε το μοναδικό: “Εγώ δεν ξέρω, αν είμαι αναρχικός ή αριστερός. Αυτό που θέλω εγώ, είναι να μην πεθάνω μαλάκας” και τον ρώτησα αυτό που αμφισβητεί ο σύγχρονος ακροδεξιός από κυβερνητικά στελέχη λόγος. Υπήρξαν, τελικά, νεκροί στο Πολυτεχνείο;

“Όποιος θέλει να πάρει απάντηση” μου είπε, “Να πάει στον Σύνδεσμο Εξορισθέντων και Φυλακισθέντων – στην πρώην ΕΑΤ ΕΣΑ – να δει τα ονόματα με τις φωτογραφίες των νεκρών. Οι νεκροί όμως να ξέρετε, ήταν πολλοί περισσότεροι από τις αδέσποτες σφαίρες. Υπήρχε τρομοκρατία στους γιατρούς των εφημερευόντων νοσοκομείων, η αστυνομία έλεγε ότι οι άνθρωποι πέθαναν από εγκεφαλικό ή ο,τιδήποτε άλλο. Θα μπορούσε κάποια κυβέρνηση μετά το ‘74 να πει: “Μη φοβηθείτε, πείτε μας τι έγινε”.

“Υπήρχε τρομοκρατία στους γιατρούς των εφημερευόντων νοσοκομείων, η αστυνομία έλεγε ότι οι άνθρωποι πέθαναν από εγκεφαλικό ή ο,τιδήποτε άλλο. Θα μπορούσε κάποια κυβέρνηση μετά το ‘74 να πει: “Μη φοβηθείτε, πείτε μας τι έγινε. “Ουδείς ενδιαφέρθηκε να μάθει τον ακριβή αριθμό των νεκρών, ξέραμε μόνο τα πτώματα που βρέθηκαν. Το αναίμακτο του Πολυτεχνείου είναι μια προπαγάνδα υπέρ της Χούντας.”

O Περικλής Κοροβέσης, πίστευε ότι το κράτος είναι ενιαίο.

“Είτε είναι δικτατορικό, είτε είναι δημοκρατικό είναι το ίδιο μηχάνημα που παίζει διαφορετικούς ρόλους. Το δημοκρατικό κράτος είναι αλληλέγγυο με το φασιστικό που υπήρχε πιο πριν. Γιατί οι νόμοι του Μεταξά και οι νόμοι της Χούντας ισχύουν ακόμη; Τα νομοθετήματα της Χούντας γιατί υπηρετούν τη Δημοκρατία;”.

Μια γάτα ανεβοκατέβαινε στην πλάτη της καρέκλας του, πέρναγε την ουρά της στους ώμους του. “Πιστεύαμε ότι 30 άτομα μπορούσαμε να ανατρέψουμε τη Χούντα. Σε σχέση με τα τανκς δεν είχαμε αυτήν τη δύναμη, είχαμε όμως πνευματική ανωτερότητα. Όταν βρέθηκα στην Ασφάλεια, αισθάνθηκα ότι δεν με είχαν πιάσει άνθρωποι, αλλά υπάνθρωποι. Τα ανθρωποειδή ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, όχι εξωγήινοι. Στα καθήκοντα του δημοσίου, λοιπόν, ήταν να βασανίζει έναν άλλον άνθρωπο”.

“Στα βασανιστήρια δεν ξέρεις αν θα βγεις ζωντανός, σε ενίσχυαν μόνο τα ποτάμια της ζωής που υποστήριζες. Σου ζητούσαν να προδώσεις τους φίλους σου, ανάμεσα σε αυτούς και τον έρωτά σου, για να σώσεις το τομάρι σου. Τι νόημα έχει να σώσω το τομάρι μου, όταν προδίδω τον κόσμο μου; Η ζωή αξίζει με κάποιες προϋποθέσεις, αλλιώτικα δεν τη θέλω. Αυτούς που δεν χωνεύω είναι αυτοί που έμειναν στην αφάνεια, όχι αυτοί που πάλεψαν. Κι αυτοί που “σπάσανε” τους θεωρώ συντρόφους μου”.

Η Χριστίνα Μουστακλή, σύντροφος του ταγματάρχη Σπύρου Μουστακλή, εμφανίστηκε κρατώντας κίτρινους ήλιους και μια κορδέλα. Ακούμπησε το άγαλμα του, έδεσε τα λουλούδια. “Ευχαριστώ που δεν τον ξεχνάτε” μου είπε και προχώρησε προς τα μέσα, στα κελιά του ΕΑΤ ΕΣΑ, που βασανίστηκε ο άνθρωπός της. 

“Ήταν απόγευμα Σαββάτου όταν τον έστειλαν στο ΕΑΤ ΕΣΑ. Τον αναζητούσα για 47 ημέρες. Οι σταθμοί της Μόσχας, η Deutsche Welle, το BBC, το Παρίσι, έλεγαν ότι αγνοείται ο ταγματάρχης Μουστακλής. Ένα Σαββατοκύριακο ήρθα πάλι εδώ, μου είπαν για πρώτη φορά να μη φύγω. “Ένας αξιωματικός μου ζήτησε να έρθω ξανά το πρωί της Δευτέρας, είπε ότι ήταν άρρωστος και πως θα πάμε να τον δούμε στο νοσοκομείο. Κατάλαβα ότι θα είναι κάτι πολύ σοβαρό. Πήγαμε στη νευροχειρουργική κλινική.

“Μου είπαν ότι ο άντρας μου είναι άρρωστος και μου έδωσαν το ιστορικό του. Το πέταξα προς το μέρος τους, ζήτησα να με πάνε στο δωμάτιο. Ήταν το 223. Μπήκαμε και τον είδα παράλυτο, δεν μπορούσε να μιλήσει”. 

Της υπολοχαγού της ξέφυγε, μου είπε ότι όταν τον φέρανε ήτανε σαν ένα κομμάτι συκώτι και πως έκανες τρεις ημέρες να κοιμηθεί. 

“Το χτύπημα στην καρωτίδα έφερε εγκεφαλικό επεισόδιο. Στο ΕΑΤ ΕΣΑ, τον βασάνιζαν όλη τη νύχτα. Μου έλεγαν ότι δεν πρέπει να διαμαρτύρομαι, ότι τέτοιος που ήταν καλά να πάθει. Μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο και ήρθε στο σπίτι, η πρώτη του κίνηση ήταν να πάει στο Πολυτεχνείο. Κάθε χρόνο, ήθελε να του φτιάχνω το στεφάνι, να πηγαίνει από τους πρώτους”.

Ο Δημήτρης Παπαχρήστος, ήταν η φωνή του Πολυτεχνείου, ο άνθρωπος που ακουγόταν απ’ τον αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό. Τον συνάντησα στο τέλος της Καλλιδρομίου, μου έβαλε τσίπουρο και μου είπε να δοκιμάσω τις ελιές.

“Ήμασταν πλέον ένα πολιτικό υποκείμενο με όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μας. Το πιο βασικό σύνθημα ήταν αδιαμφισβήτητα το “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” και το “Εργάτες, Αγρότες, Φοιτητές. Ήταν σημαδιακά και κομβικά συνθήματα, γιατί είχαν ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο. Μπορείς, όμως, να μου πεις τι άλλαξε σήμερα; Ακόμη το σύνθημα που ακούγεται είναι “Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το ‘73, Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία”.

“Τηρουμένων των αναλογιών και τωον αποστάσεων, σήμερα, μπορώ να πω ότι έχουμε “νομιμοποιημένη δικτατορία”, διότι έχουμε μια αντιπροσωπευτική, ολιγαρχική κοινοβουλευτική δημοκρατία που την έχουν φέρει στα μέτρα τους, χρησιμοποιώντας την σαν όπλο, καθιστώντας μας συνενόχους και συνυπεύθυνους”.

Η φόρτιση στην κουβέντα μας την έκανε ακόμη πιο μοναδική. “Κανένα μήνυμα του Πολυτεχνείου δεν συγκαλύφθηκε. Δεν μπορούν να το κάνουν, είναι πάνω απ’ αυτούς, πάνω απ’ όλους μας. Κανείς και καμία δεν μπορεί να το ακουμπήσει. “Δεν προδίδεται το Πολυτεχνείο, γιατί δεν έχει ιδιοκτήτες. Είναι ένα κτίριο που κουβαλάει την ψυχή και τη ζωή όσων πέρασαν και θα περάσουν από αυτό, θα δείχνει πάντα τη συνέχεια του αγώνα”.

“Δεν είναι μνημείο, είναι το σπίτι της μνήμης και η μνήμη είναι η ζώσα μας ύπαρξη, αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας, ας το πάρουν χαμπάρι. Τίποτα που υπήρξε αληθινά δεν μπορεί να χαθεί”.

Τον ρώτησα αν πηγαίνει μέχρι σήμερα στο Πολυτεχνείο.

“Το αποφεύγω, είναι πολύ μεγάλη η φόρτιση για μένα. Μέχρι και σήμερα, όταν ακούω τη φωνή μου από εκείνες τις ημέρες, παθαίνω την πλάκα μου. Νομίζεις πως ξέραμε ότι γράφαμε ιστορία τότε; Αν με ρωτάς, προτιμώ να γυρνάω από εδώ κι από εκεί και να μιλάω γι’ αυτό. Μ’ αρέσει να πηγαίνω στα σχολεία αυτές τις μέρες”.

“Τα παιδιά, Χρύσα, πρέπει να μάθουν πως ο κόσμος δεν αλλάζει μόνο με ποιηματάκια, πως ο κόσμος δεν αλλάζει χωρίς γροθιά κι αίμα. Επίσης, δεν θέλω να μας φαντασιώνονται σαν κάτι φοβερό και ανοίκειο. Με συγκινεί η νοσταλγία που νιώθουν για κάτι που δεν έζησαν. Αυτό είναι ελπίδα κι ο δρόμος προς τα μπροστά. “Κατεβάζουν κάθε χρόνο ολόκληρο στρατό στον δρόμο, πιάνουν και χτυπούν παιδιά, γιατί ξέρουν καλά, ότι το Πολυτεχνείο θα τους ξεπερνά πάντα, θα νικά την παθητικότητα, θα είναι πάντα εκείνα τα τελευταία λόγια που είπα τότε, πως ο αγώνας συνεχίζεται με τα όπλα που διαθέτει από εδώ και πέρα ο καθένας”.

“Ήμασταν και παραμένουμε μειοψηφίες, ήμασταν και παραμένουμε το αλάτι της ζωής. Το Πολυτεχνείο δεν είναι η 17η Νοέμβρη, είναι η κάθε μέρα της ζωής μας, που ζούμε με αντίσταση”.

Ο Γιάννης Φελέκης, αναπόσπαστο κομμάτι της φυσιογνωμίας των Εξαρχείων, περνάει την πύλη του Πολυτεχνείου. Περιφερόμαστε για λίγο, ο αέρας σφύριζε σε κάθε μας βήμα. Φοράει ένα παλαιστινιακό μαντήλι, μου δείχνει τις σκάλες, τότε που τις ανεβοκατέβαιναν γεμάτοι και γεμάτες ορμή για ένα άλλο αύριο.

“Όλες τις φορές μου με συνέλαβαν, με βασάνισαν. Η χειρότερη, όμως, φορά ήταν όταν με είχαν δύο μήνες στην απομόνωση. Κάθε βράδυ βασανιστήρια. Ανάκριση και ξύλο. Στην ΕΣΑ, μετά το Πολυτεχνείο, με είχαν όρθιο 24 ώρες το 24ωρο για 12 ημέρες. Τη 13η ημέρα, έπεσα κάτω, είχα παραισθήσεις. Το νερό και το φαγητό ήταν τόσο, ώστε να μην πεθάνεις. “Σκεφτόσουν τα πάντα, είχες όμως προετοιμαστεί για όλα. Πόναγα. Από τη φάλαγγα τα πόδια μου ήταν σαν φρατζόλες ψωμί”. 

Ο Γιάννης Φελέκης στεκόταν στην μπροστινή πύλη εκείνο το βράδυ της Παρασκευής. “Όταν το τανκ αποφάσισε να μπει, άρχισε να κατευθύνεται προς την Αρχιτεκτονική, το κεντρικό κτίριο”.

Από πίσω ακολουθούσαν οι λοκατζήδες που με την ξιφολόγχη έσπρωχναν τον κόσμο προς την πόρτα κάτω απ’ την οποία βρισκόταν η Mercedes του πρύτανη που τσίριζε μέχρι που τελείωσαν οι μπαταρίες της. Και μια κραυγή… της Πέπης Ρηγοπούλου, η οποία ήταν κάτω από τα κάγκελα”. 

Ο Γιώργος Οικονόμου, ήταν φοιτητής στο Μαθηματικό, ενώ σήμερα είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Λίγο πριν το τανκ ρίξει την πόρτα του Πολυτεχνείου σωριάζεται στην είσοδο από σφαίρα στην πλάτη. Το γεγονός ότι έζησε οφείλεται στους συντρόφους του και σε έναν σπουδαίο γιατρό.

Έμαθε για την εισβολή του τανκς, έχοντας τη σφαίρα σφηνωμένη στο σώμα του για ώρες.

“Πέρασαν 50 χρόνια, είναι σίγουρα μακριά, η εξέγερση, όμως παραμένει ζωντανή σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Υπάρχουν πολλές διαστρεβλώσεις και συγχύσεις, αυτό όμως που αποδεικνύεται κάθε χρόνο, είναι ότι η εξέγερση έχει δυσκολέψει τη ζωή πολλών. Το Πολυτεχνείο έχει πολλούς εχθρούς, επειδή υπήρξε ριζοσπαστικό και ρηξικέλευθο. Το Πολυτεχνείο δεν μπαίνει ούτε στο αρχείο, ούτε στο μουσείο”. 

“Είναι η επιθυμία για ελευθερία. Φτάνει ένα σημείο στην ιστορία της ανθρωπότητας που κάποια μέρη της κοινωνίας δεν μπορούσαν να υπομείνουν την τυραννία, την ανελευθερία, το αυταρχικό καθεστώς κι εξεγείρονται, ξέροντας ότι θα έχουν κι ένα κόστος. Είναι μια απόφαση. Όχι για όλους. Λίγοι είναι αυτοί που ξεκινάνε και συνεχίζουν. Η συλλογική δράση και προσπάθεια συνετέλεσε στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος και στη διάθεση να αποτελέσει αντίπαλο στη δικτατορία με οποιονδήποτε τρόπο”.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα