Δίπορτο

Εμβληματικές ταβέρνες όπως αυτή είναι οι πραγματικές στέγες του λαϊκού μας πολιτισμού και πρέπει να προστατευθούν. Κι αν η Αθήνα χάνει καθημερινά κάτι από την ταυτότητά της, είναι μεγάλη ανακούφιση να κατεβαίνεις τα 15 σκαλάκια του Δίπορτου και να είναι όλα όπως τα άφησες.

«Μπεκιάρηδες οι πιο πολλοί, χωρίς δουλειά και τακτικά λεφτά, χωρίς σπίτι -πάνω απ’ όλα- όπου βράζει κατσαρόλα καθημερινά και έχεις την άνεση να καλέσεις δύο φίλους το βράδυ, χωρίς παιδιά και μόνιμη γυναίκα, είναι επόμενο επί χρόνια να συναντιόμαστε σε ταβέρνες, καφενεία, μπαρ και νυχτερινά κέντρα», γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Γεια σου, Ασημάκη» για τον φίλο του Χρήστο Βακαλόπουλο, λίγους μήνες μετά τον πρόωρο θάνατό του, το 1993.   

Η αθηναϊκή ταβέρνα ως κέντρο ενδιαφερόντων διερχομένων που ζουν μαζί το σούρουπο που γίνεται νύχτα και μετά ξημέρωμα, με απροσποίητο σπιτικό φαγητό και κρασί, βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στο Δίπορτο, γωνία Σωκράτους και Θεάτρου. 

Τόπος συνάντησης, μύησης, εξομολόγησης, γλεντιού και κυρίως τόπος νοσταλγίας της επανάληψής τους. Ετερόκλητοι θαμώνες που μέσα στη μέρα μπορεί να μην είχαν πολλά μεταξύ τους, κατεβαίνουν συχνά-πυκνά τα 15 σκαλάκια της υπόγειας ταβέρνας για να φάνε τίμιους μεζέδες, να πιουν χειροποίητη ρετσίνα, να τραγουδήσουν, να γίνουν όλοι ένα κι ύστερα αλαφρωμένοι να χωρίσουν και να πάνε σπίτι να κοιμηθούν.

Αυτή είναι η πεμπτουσία της αστικής κοινωνικότητας

Φωτογραφία: Αντώνης Νικολόπουλος/EUROKINISSI

Το Δίπορτο ως αιώνιο σημείο αναφοράς –στην κυριολεξία– αφού οι πρώτες ιστορικές αναφορές για το υπόγειο καπηλειό χρονολογούνται από το 1911. «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές, απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, όλη η παρέα πίναμε εψές», έγραφε ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημά του «Οι Μοιραίοι». Ο θρύλος λέει ότι μιλάει για το Δίπορτο, αφού ο ποιητής ήταν ένας από τους δεκάδες καλλιτέχνες που το είχαν στέκι τους.

Το Δίπορτο που πήρε το όνομά του από τις δύο εισόδους του, στις οδούς Θεάτρου και Σωκράτους, στα πάνω από 100 χρόνια λειτουργίας του, δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Οι μόδες πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Ούτε fusion κουζίνα, ούτε gourmet πιάτα με δυσνόητη περιγραφή· μόνο αληθινό φαγητό χωρίς αποπροσανατολιστική ποικιλία. Το μενού περιλαμβάνει μεταξύ άλλων φάβα, φασολάδα, πατάτες γιαχνί, ρεβίθια και σαρδέλες. 

Ο κυρ-Μήτσος, κατά κόσμον Δημήτρης Κολιολιός, από το 1958 που ανέλαβε τη διαχείριση της υπόγειας ταβέρνας, μας υποδέχεται με την αστραφτερά λευκή πουκαμίσα εργασίας του και μας σερβίρει τους μεζέδες της ημέρας και το κρασί στις χάλκινες κούπες. Ο ίδιος ήταν ο παραγιός του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Τα άφησε όλα όπως τα βρήκε: τα λίγα ξύλινα τραπέζια, τις ψάθινες καρέκλες, τα κρασοβάρελα, τον μαρμάρινο νεροχύτη, το τσιμεντένιο πάτωμα και φυσικά το απλό, έντιμο φαγητό που σερβίρεται στη λαδόκολλα, αντί για τραπεζομάντιλο.  

Φωτογραφία: Αντώνης Νικολόπουλος/EUROKINISSI

Πολλοί προσπάθησαν να μαρκετάρουν και να πουλήσουν comfort φαγητό/εμπειρία αλλά πιο comfort απ’ αυτό δεν έχει. Οι μεζέδες που σερβίρει ο κυρ- Μήτσος είναι ένα κομμάτι του βιώματος, καθώς η αξία μαγαζιών όπως το Δίπορτο δεν έγκειται μόνο στην αυθεντικότητα του φαγητού. Η σημασία τους είναι ιστορική, πολιτισμική και μοιραία διδακτική –ειδικά για τους πολύ νέους που εντός τους ανακαλύπτουν τον εαυτό τους έξω από το προστατευτικό κουκούλι της εστίας– με τον πιο ανυπόκριτο τρόπο. 

Πόσο παρηγορητικό μέσα σε μια πόλη που αλλάζει συνεχώς πρόσωπο στο όνομα του εξευγενισμού και της τουριστικής ανάπτυξης, να υπάρχουν αιωνόβια μαγαζιά-τοπόσημα όπως το Δίπορτο. Κι αν η Αθήνα χάνει καθημερινά κάτι από αυτό που συγκροτούσε την ταυτότητά της μέχρι χθες, είναι μεγάλη ανακούφιση να κατεβαίνεις τα σκαλάκια της υπόγειας ταβέρνας και να προσγειώνεσαι σε έναν τόπο σύνδεσης με τον διπλανό σου και με όλους εκείνους που έχουν περάσει από τα ίδια τραπεζάκια, εδώ και πάνω από έναν αιώνα.

Με νωπό το πλήγμα του Ιντεάλ και του Παλάς στο Παγκράτι που θα γίνει σούπερ μάρκετ, διαβάσαμε ότι (και) το Δίπορτο κλείνει. Η φήμη γιγαντώθηκε, με ευθύνη κυρίως των δημοσιογράφων που δεν διασταυρώσαμε από την αρχή την είδηση, αλλά ευτυχώς για όλους μας αποδείχτηκε ψευδής. Όμως, σε μια πόλη που μετατρέπεται σταθερά σε τεράστιο ξενοδοχείο, την επόμενη φορά το Δίπορτο μπορεί να κινδυνεύει στ’ αλήθεια. 

Υπάρχουν βήματα που μπορεί να γίνουν για να προστατευτούν τοπόσημα όπως αυτό. Πριν κάποια χρόνια, ορισμένα ιστορικά καφενεία της Ελλάδας εντάχθηκαν στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το υπουργείο Τουρισμού αλλά και οι Δήμοι θα έπρεπε να μεριμνήσουν ώστε και οι εμβληματικές ταβέρνες να συμπεριληφθούν στον ίδιο κατάλογο, ως αντιπροσωπευτικά σύμβολα της κουλτούρας μας και τόποι διαφύλαξης της μνήμης. 

Φωτογραφία: Αντώνης Νικολόπουλος/EUROKINISSI

Το νήμα που μας συνδέει με το παρελθόν δεν πρέπει να κοπεί. Κι αν τα διάφορα ιδρύματα έχουν πάρει κάτω από τη φτερούγα τους τον πολιτισμό με δράσεις για την προώθησή του, οι ιστορικές ταβέρνες και τα καφενεία είναι οι πραγματικές στέγες του λαϊκού μας πολιτισμού. Εκεί πήρε υπόσταση το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, εκεί η αστική τάξη ενώθηκε με τους απόκληρους, με συνοδεία τη φωνή της Μαρίκας Νίνου, του Βασίλη Τσιτσάνη και της Σωτηρίας Μπέλλου. 

Στα χρόνια της δικτατορίας, οι νέοι τραγουδούσαν Θεοδωράκη και ονειρεύονταν την άνοιξη· από τη Μεταπολίτευση και έπειτα, τρεις γενιές έχουν γνωρίσει τη θεραπευτική λειτουργία της ταβέρνας, έχουν κοινωνικοποιηθεί εντός της κι έχουν μάθει να τραγουδούν ρεμπέτικα, με τελευταία τη Gen-Z που ανακαλύπτει με ενθουσιασμό το Δίπορτο. Είμαστε ένοχοι· νοσταλγούμε κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε, αλλά ψυχανεμιζόμαστε ότι υπήρξε. 

Στα τραπεζάκια της δίπορτης ταβέρνας, ο 20χρονος του 2024 επικοινωνεί με τους νέους του 1960 και του 1980 και το καλύτερο, αράζει μαζί τους και ακούει τις ιστορίες τους. Στο Δίπορτο συναντάς όλες τις ηλικίες, καθώς και πλήθος τουριστών που αναζητούν την αυθεντικότητας της εμπειρίας. Ο κυρ-Μήτσος ήταν και θα είναι ιερουργός και κουμανταδόρος ενός συνόλου ετερόκλητων θαμώνων, γεύσεων, ποτών, συναισθημάτων και αντιπαραθέσεων. 

Η ψευδής είδηση ότι η ζωή του Δίπορτου θα σταματήσει απότομα μας έκανε να τρέξουμε στη γωνία Θεάτρου και Σωκράτους, για να επιβεβαιώσουμε ότι όλα είναι όπως τα ξέρουμε. Κατεβαίνουμε τα σκαλάκια και η υπόγεια ταβέρνα μάς περιμένει ανακουφιστικά ίδια.

Οι παρηγορητικές σταθερές στην πόλη μας πρέπει να μείνουν ζωντανές. Τις χρειαζόμαστε. 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
2
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα