Πάει καιρός, μπορεί και αιώνες από τότε που με θυμάμαι ξαπλωμένη στον καναπέ, στριμωγμένη σε λεωφορείο στην Κηφισίας, κάτω από μια ομπρέλα τον Αύγουστο, κρεμασμένη στο σκοτάδι και με το κεφάλι κάτω από το κρεβάτι να φωτίζει στα μάτια μου η βαρβαρότητα και η υποκρισία.

Είναι μάλλον αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ, ότι δηλαδή: «Πρέπει να αντεπιτίθεσαι όποτε η αλήθεια είναι πολύ αδύναμη για να υπερασπιστεί τον εαυτό της» και που πρέπει όλο και πιο συχνά να δίνουμε μάχες ενάντια στη συσκότιση της έμφυλης βίας και στην παραπληροφόρηση

Ήταν το τραυματισμένο 2018, όταν βρεθήκαμε – με τη φεμινιστική ομάδα που συμμετείχα τότε – έξω από το Εφετείο, μοιράζοντας στους δημοσιογράφους που «κάλυπταν» τον βιασμό και τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη

Σκέψεις-προτάσεις για το πώς να διαχειριστούν τη βάναυση αυτή είδηση χωρίς να γίνονται κανίβαλοι, επανατραυματίζοντας όχι μόνο τους δικούς της ανθρώπους, αλλά κάθε θηλυκότητα και ΛΟΑΤΚΙ+ υποκείμενο που έχει βιώσει έμφυλη βία.

Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν έλαβε καλή υποδοχή και από τότε μέχρι και σήμερα δεν σταματάμε να βλέπουμε κακοποιητικά και παραβιαστικά ρεπορτάζ, τα οποία δήθεν βοηθούν στην ανάδειξη της αλήθειας.

Έτσι, μείναμε να παρακολουθούμε τη δημοσιοποίηση των γυναικοκτονιών, με έναν τρόπο που ευνοεί την πατριαρχική πρόσληψη των σχέσεων άνδρα-γυναίκα, με τις δολοφονημένες αδερφές μας να βρίσκονται στο προσκήνιο μέσα από τη ματιά της πατριαρχίας, σαν ένα θέμα που «πουλάει».

Για τα κυρίαρχα Μέσα, οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους ή κι από άλλα συγγενικά τους πρόσωπα, δολοφονήθηκαν γιατί με κάποιον τρόπο «προκάλεσαν» ή δεν αντιλήφθηκαν σωστά τις ανάγκες και τα συναισθήματα του συντρόφου τους. Δεν συμμορφώθηκαν με τους κανόνες, οπότε ο θάνατός τους δεν μοιάζει τόσο απίθανο γεγονός.  

Η σκόπιμη επίκληση στο συναίσθημα του τηλεθεατή από τα Μέσα Ενημέρωσης καταφέρνει με επιτυχία να τραβήξει το βλέμμα από τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν την εξουσία ζωής και θανάτου που έχει κανονικοποιηθεί στα σώματά μας, αλλά και τις τεράστιες θεσμικές ελλείψεις. 

Αυτή τη αποσταθεροποίηση της πραγματικότητας ενισχύει και η αγαπημένη πλέον συνήθεια των εκπομπών που, από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν κουράζονται να φιλοξενούν δημόσια μισογύνικες, ομοφοβικές και τρανσφοβικές απόψεις.

Απόψεις, οι οποίες εκφράζονται από συνδικαλιστικούς εκπροσώπους της αστυνομίας, celebrity δικηγόρους και γενικά από όποιον θεωρείται ικανός να κακοποιήσει χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, ακόμη και μια γυναίκα που δεν βρίσκεται στη ζωή από επιλογή άλλου. 

Φυσικά, έχουμε χορτάσει από έκπληκτους παρουσιαστές και έκπληκτες παρουσιάστριες που με στόμφο ζητάνε να κλείσουν το τηλέφωνο που εκείνοι ή εκείνες οι ίδιοι/-ες κάλεσαν. 

Η κουλτούρα της τηλεθέασης επιβάλει το «χάδι» και την προνομιακή μεταχείριση των ανθρώπων που έχουν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα, έχοντας σαν αποτέλεσμα να μιλάμε για τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο και να μοιάζει ότι αναφερόμαστε σε έναν χολιγουντιανό σταρ. 

Παράλληλα, όλο και κάποιος τηλεψυχίατρος θα βρεθεί για να σκιαγραφήσει το ψυχολογικό προφίλ τον δράστη, με ατάκες όπως: «Κάποιο πρόβλημα θα είχε».

Με άλλα λόγια, η υπερασπιστική γραμμή του κάθε δολοφόνου ξεκινά από τα ρεπορτάζ και όχι μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, που όταν τελικά φτάσει εκεί, βρίσκει την κοινή γνώμη κορεσμένη από την πληροφορία, που καθόλου πλέον δεν ενδιαφέρεται για τη δικαίωση του θύματος. 

Η σημερινή ημέρα, η 25η Νοεμβρίου έχει οριστεί ως Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών και δεν υπάρχει καμία που να μη νιώθει ότι μια μέρα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χωρέσει το ατομικό και το συλλογικό τραύμα που κουβαλάμε όλες μας από γενιά σε γενιά.

Πρέπει, όμως, να βρούμε ξανά τη δύναμη από το απόθεμά μας, να καταφέρουμε να ακούσουμε η μια την άλλη ανάμεσα σε παραπλανητικές φωνές, να αφουγκραστούμε τη ματαίωση και – αν μπορούμε – να ονειρευτούμε έναν κόσμο που να μας χωράει όλες ζωντανές.

Να μην ξεχνάμε ότι η πατριαρχία βιάζει και σκοτώνει.

Να μην ξεχνάμε πως – στο σπίτι, στον δρόμο, στη δουλειά – ποτέ καμία μόνη. 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα