«Πού να ψάχνω τώρα;»
Ανεξάρτητα από τα όσα ισχυρίζεται η πολιτεία, το εργασιακό τοπίο στη χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει θολό, με τους μισθούς να κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, τις συλλογικές συμβάσεις να παραμένουν σε αχαρτογράφητα νερά και τον κορεσμό να πλήττει ανεπανόρθωτα πολλούς επαγγελματικούς τομείς. Ως εκ τούτου, σε ένα κλίμα απόλυτης επισφάλειας, είναι εύλογο να εμφανίζονται φαινόμενα όπως το «safe settling», το οποίο, ωστόσο, ενδέχεται να αποτελέσει τροχοπέδη στην επαγγελματική εξέλιξη του ατόμου.
Πώς ορίζεται το «safe settling» στην εργασία;
Όπως προδίδει και η ονομασία του, το «safe settling» αναφέρεται σε κατηγορίες εργαζομένων που ναι μεν δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένοι από το υφιστάμενο επαγγελματικό καθεστώς τους, αλλά εφόσον καλύπτονται μερικώς οι ανάγκες τους και ενσωματώνεται παράλληλα το αίσθημα της οικειότητας, αρνούνται να ξεστρατίσουν από τη «ζώνη ασφαλείας» τους. Δηλαδή, δεν επιθυμούν να αναζητήσουν μια θέση εργασίας, η οποία να ανταποκρίνεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ανάγκες τους, λόγω του ότι θα κληθούν να πάρουν ρίσκο.
Μια μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 13.000 άτομα στις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι η πρόθεση των εργαζομένων να παραμείνουν στις δουλειές τους αυξάνεται κατά 18%, όταν είναι ικανοποιημένοι με τα βασικά στοιχεία του μισθού, της ασφάλειας και του χώρου εργασίας. Ακόμη, η φιλοδοξία και η προσπάθεια για κάποιο επόμενο βήμα φθίνουν στην περίπτωση που καλύπτονται οι προαναφερθείσες ανάγκες. Ένα συμπέρασμα απολύτως κατανοητό, ειδικά από τη στιγμή που ο πληθωρισμός και οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις μαστίζουν όλη την υφήλιο. Ωστόσο, αυτό δεν συνιστά εφησυχασμό.
Αξίζει η αέναη αναζήτηση μιας εξιδανικευμένης εργασίας;
Οι νεότερες γενιές φαίνεται να έχουν αποδεχτεί το γεγονός πως το αφήγημα του «dream job» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και, πολλές φορές, ούτε στις οικονομικές τους ανάγκες. Κάθε θέση εργασίας έχει μια σειρά από πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, οπότε, στο τέλος της ημέρας, σημασία έχει προς τα πού γέρνει η ζυγαριά.
Συν τοις άλλοις, συχνά η κατάκτηση ενός ιδανικού εργασιακού ρόλου, απαιτεί τεράστια προετοιμασία με συναφείς τίτλους σπουδών, σεμιναρίων, ολοκλήρωση προγραμμάτων πρακτικής άσκησης–διαδικασίες, οι οποίες μεταφράζονται σε τεράστια δαπάνη χρόνου και οικονομικών πόρων– για να καταλήξει το άτομο εν τέλει ότι μάλλον δεν άξιζε τόσο προσπάθεια. Εξάλλου, είναι οριακά ανέφικτος ο χαρακτηρισμός «dream job» για μια εργασία που δεν γνωρίζουμε εκ των έσω και οι αρμοδιότητές ή οι απολαβές του ρόλου ποικίλουν σε τεράστιο βαθμό από εταιρεία σε εταιρεία.
Είναι λύση ή παγίδα το «safe settling», τελικά;
Εξαρτάται.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει απόλυτα ορθή απάντηση σε αυτό, καθώς κάθε περίπτωση εργαζομένου είναι απόλυτα εξατομικευμένη. Καταρχάς, εναπόκειται στις επιθυμίες του καθενός/της καθεμιάς. Συγκεκριμένα, υπάρχουν εργαζόμενοι που ονειρεύονται να διαγράψουν σπουδαία καριέρα στο αντικείμενό τους και άλλοι, οι οποίοι προτιμούν να δαπανούν ελάχιστο χρόνο και κόπο στο επάγγελμά τους, προκειμένου να αφοσιωθούν σε περαιτέρω σπουδές, να ταξιδέψουν κ.ά. Αμφότερα είναι 100% θεμιτά, αλλά εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Επιπλέον, κομβικής σημασίας είναι και οι ήδη διαμορφωμένες ανάγκες στην αγορά εργασίας. Ως γνωστόν, μερικές ειδικότητες είναι ιδιαίτερα περιζήτητες, γεγονός που δημιουργεί ένα δίχτυ ασφαλείας για επαγγελματικές μεταβάσεις με εξαιρετικά χαμηλό ρίσκο. Αντιθέτως, οι ειδικότητες που πλήττονται βάναυσα από την επισφάλεια που γεννά ο κορεσμός χρειάζεται να σκιαγραφήσουν πολύ προσεκτικά το πλάνο τους, διότι ελλοχεύουν αντικειμενικοί κίνδυνοι.
Τέλος, μπαίνει στο κάδρο η προσωπική φιλοσοφία του εκάστοτε ατόμου. Ορισμένα άτομα αυτοχαρακτηρίζονται ως ανήσυχα πνεύματα και είναι ανήμπορα να παραμείνουν σε μία παγιωμένη θέση. Από την άλλη πλευρά, μερικά άτομα επιζητούν τη σταθερότητα και την ασφάλεια, αποδεικνύοντας έμπρακτα χρόνια αφοσίωση στην εργοδότρια επιχείρηση.
Συνεπώς, η βέλτιστη λύση βρίσκεται μέσα στο καθένα εξ ημών, ξεχωριστά.
Μερικές προτάσεις αντί επιλόγου
Το πρώτο βήμα για να γίνει αντιληπτό το αρνητικό ή το θετικό πρόσημο του «safe settling», είναι να αφουγκραστούμε τις ανάγκες του εαυτού, με ερωτήσεις του στιλ: «Πόσο εντάξει είμαι με τη δουλειά μου;», «Θα μπορούσα να εξελιχθώ;», «Αν ναι, πώς;», κ.λπ. Στη περίπτωση που ο αναστοχασμός αυτός καταλήξει σε αδιέξοδο, θα μπορούσε να διεξαχθεί γόνιμη συζήτηση με κοντινά πρόσωπα ή να ζητηθεί η συμβουλή κάποιου ειδικού επαγγελματικής σταδιοδρομίας ή ψυχικής υγείας. Ειδικά, αν ακολουθηθεί η μέθοδος της ψυχοθεραπείας, μέσω της σύγχρονης μαιευτικής μεθόδου που διενεργείται, ίσως να ανακαλυφθούν πτυχές σε συνάρτηση με την εργασιακή πραγματικότητα που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει.
Τέλος, ας κλείσουμε με ένα ιδιαίτερα εύστοχο απόφθεγμα του Jim Rohn: «Αν δεν σου αρέσει εκεί που είσαι, κουνήσου. Δεν είσαι δέντρο».