Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης – ή έτσι τουλάχιστον δείχνουν ορισμένα στατιστικά στοιχεία. Είναι, όμως, αυτή οικονομική ανάπτυξη προσβάσιμη σε όλους; 

Πράγματι, στη χώρα μας, υφίσταται μια σχετική οικονομική ανάπτυξη, δίχως ωστόσο να έχει στο επίκεντρό της την κοινωνική ευημερία, αλλά αντιθέτως, τους καρπούς αυτής της ανόδου τους απολαμβάνει μια μικρή μειοψηφία, μεγάλου εισοδήματος. Το φαινόμενο της άδικης αναδιανομής του πλούτου εντείνεται συνεχώς, αυξάνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Εντούτοις, στον τομέα της εργασίας υπάρχουν δύο πολέμιοι σε πολλές περιπτώσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι προκαλούν “αλλεργία” στους ισχυρούς: Τα συνδικάτα και τα σωματεία. 

Ενδεχομένως, αποτελούν τα μοναδικά όπλα στη φαρέτρα του μέσου Έλληνα εργαζόμενου, ο οποίος μάχεται για να βιοποριστεί σε μια οικονομία περιορισμένων δυνατοτήτων, ενώ τα δικαιώματά του έχουν περισσότερες πιθανότητες να καταπατηθούν, εφόσον βρίσκεται χαμηλά στην πυραμίδα της εξουσίας. 

Η Ελλάδα, ειδικότερα, μετά την οικονομική κρίση βρίσκεται σε ένα προβληματικό πλαίσιο αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας. Τα φαινόμενα εργοδοτικής ασυδοσίας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενώ το μισθολογικό χάσμα Ελλάδας-Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει αγεφύρωτο, καθώς, παρά τις μικρές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, παρατηρείται σοβαρή ποσοστιαία μείωση στον πραγματικό μέσο μισθό.

Οι παραπάνω συνθήκες μαζί με πολλά άλλα ζητήματα αποτυπώνονται σε δεκάδες έρευνες με κυριότερη, πρόσφατη έρευνα της ΙΝΕ-ΓΣΕΕ που δείχνει την Ελλάδα ουραγό στην Ε.Ε. ως προς την ποιότητα εργασίας. Απέναντι σε όλα αυτά, οι εργαζόμενοι μέσα από συλλογικά όργανα εκπροσώπησής τους, παλεύουν γι’ αυτά που, κανονικά, θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα. Στην αντίθετη, όμως, και επικρατούσα (ως τώρα) μεριά των εργοδοτών και μεγαλοεπιχειρηματιών, φαίνεται να αμφισβητείται ευθαρσώς η ίδια η οντότητα των συνδικάτων και των σωματείων.

Το σωματείο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, είναι μια ένωση τουλάχιστον είκοσι προσώπων που έχει μη κερδοσκοπικό σκοπό και απέκτησε νομική προσωπικότητα, αφού εγγράφηκε σε ειδικό δημόσιο βιβλίο που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Τα σωματεία διέπονται από τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 78-106). Σωματεία είναι και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, δηλαδή, οι ενώσεις 20 τουλάχιστον εργαζομένων που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ίδιο κλάδο της οικονομίας ή στον ίδιο εργοδότη.

Η ύπαρξη εργατικών συνδικάτων και σωματείων είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και, εύρετερα, για την εύρυθμη λειτουργία ενός οργανισμού ή μιας επιχείρησης. 

Ας εξετάσουμε λίγο πιο αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη: Αρχικά, τίθενται οι βάσεις εξισορρόπησης εξουσίας εργαζόμενου-εργοδότη. Τα συνδικάτα και τα σωματεία δίνουν στους εργαζομένους ένα εργαλείο περιορισμού φαινομένων αυθαιρεσίας και αναπτύσουν τον διαστρωματικό διάλογο σε κάθε εργασιακό κλάδο. Η συλλογική δράση μπορεί να διαπραγματευτεί καλύτερους μισθούς και βελτιωμένες εργασιακές συνθήκες. Κατά δεύτερον, η θεσμική εκπροσώπηση των εργαζομένων αποτελεί στυλοβάτη προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων. Τα συνδικάτα και τα σωματεία αγωνίζονται για τη διατήρηση και ενίσχυση των εργατικών δικαιωμάτων, όπως οι ώρες εργασίας, οι ασφαλιστικές παροχές, οι συντάξεις κ.ά.

Παρά ταύτα, είναι κρίσιμο να υπάρξει μια ειδική αναφορά στην αξία αυτών των φορέων ως πυλώνας αντίστασης στην εκμετάλλευση. Τα συνδικάτα και τα σωματεία αντιτίθενται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και προστατεύουν τους εργαζόμενους από αδίκες πρακτικές των εργοδοτών, έχοντας το θεσμικό δικαίωμα να κινηθούν νομικά εις βάρος τέτοιων παράνομων πράξεων, υποχρεώνοντας το κράτος να μην αμελήσει τα αιτήματά τους. Για το τελευταίο, βέβαια, φαίνεται να εξαιρείται – εδώ και δεκαετίες σχεδόν – το ελληνικό κράτος ως προς την στήριξη των εργαζόμενων πολιτών.

Φανταστείτε την απουσία ενός εργασιακού σωματείου σε επιχειρήσεις όπως η Public, όπου μόλις πριν 2 μήνες το αντίστοιχο σωματείο προέβη σε καταγγελία εις βάρος της εταιρείας για κανιβαλιστικές εργασιακές πρακτικές μέσω της τακτικής της “Ονομαστικής Πώλησης”, η οποία ορίζει την υποχρεωτική καταγραφή των εργαζομένων στα έσοδα που προσφέρουν στην επιχείρηση. Πρακτικά, αυτό γεννά ένα κλίμα τοξικού ανταγωνισμού μεταξύ του εργατικού δυναμικού και μια ψευδαίσθηση προοπτικής αύξησης εισοδήματος που αποτελεί ουσιαστικά μια φούσκα λίγων ευρώ, μπροστά στα εκατομμύρια αισχροκέρδειας που θα ωφεληθεί η επιχείρηση. 

Ο συνδικαλισμός συχνά πέφτει αντικείμενο δαιμονοποίησης από πολιτικούς κυρίως από την συντηρητική μεριά, ΜΜΕ και, πρωτίστως, από ιδιοκτήτες μεγάλων – έως κολοσσιαίων – επιχειρήσεων. Στην νεοφιλελεύθερη οικονομία, το επιχειρείν δρα σε ένα μεγάλο βαθμό με βάση το ατελείωτο και γρήγορο κέρδος, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, χαμηλούς μισθούς και γενικότερα εργασιακή “γαλέρα”.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, ένα συνδικάτο θα σήμανε κίνδυνο για τα ατελείωτα κέρδη και, συνεπώς, πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία η ίδρυσή του, εφόσον η τήρηση των νόμων σημαίνει μείωση πλούτου για έναν τέτοιο “επιχειρηματία”. Ακριβώς έτσι σκέφτονται οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις και γι’ αυτό, προσπαθούν μέσω νομικών παραθύρων να εμποδίσουν τη θεσμική εκπροσώπηση των εργαζομένων τους, με τη χώρα μας να έχει διαρκώς ανοιχτά τέτοια παράθυρα προς την εργοδοτική ασυδοσία και αυθαιρεσία.

Πρόσφατο παράδειγμα, η κήρυξη της απεργίας των αρχαιοφυλάκων της Ακρόπολης ως παράνομη και καταχρηστική, με τους απεργούς εργαζόμενους να απειλούνται με βαριά πρόστιμα και πειθαρχικές κυρώσεις, την στιγμή που αγωνίζονται ενάντια στην ιδιωτικοποίηση δίχως όρους που επιχειρεί να προχωρήσει η κυβέρνηση σε μεγάλο μέρος της λειτουργίας του ιστορικού αυτού μνημείου.

Η παρουσία συνδικάτων και σωματείων δεν πρέπει να θεωρείται ως απειλή, αλλά ως απαραίτητη διάσταση μιας υγιούς και ισορροπημένης κοινωνίας. Οι εργαζόμενοι, μέσω των συλλογικών τους οργανώσεων, διεκδικούν τα δικαιώματά τους και προωθούν τις αξίες της δικαιοσύνης και της ισότητας στον εργασιακό χώρο. Αντί να φοβούνται τις λέξεις “συνδικάτα” και “σωματεία”, οι διευθυντές και οι μεγαλοεπιχειρηματίες θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η συνεργασία με τους εργαζόμενους, οδηγώντας πρωτίστως σε καλύτερες εργασιακές συνθήκες, μπορεί επιπλέον να συντελέσει στη βελτίωση του ίδιου του παραγωγικού μοντέλου μιας επιχείρησης και στη μακροπρόθεσμη απόδοση μεγαλύτερων κερδών μέσα σε ένα πλαίσιο σεβασμού.

Ο διάλογος και η συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων είναι ουσιαστικός για την επίτευξη βιώσιμης και δίκαιης οικονομικής ανάπτυξης. Η αντίσταση και η πάλη για τη διατήρηση και τη βελτίωση των εργατικών δικαιωμάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση μιας εργασιακής πραγματικότητας που θα σέβεται και θα προστατεύει τους εργαζόμενους, ενισχύοντας την θέση τους και προωθώντας την κοινωνική δικαιοσύνη.

Μόνο έτσι μπορούμε να καταλήξουμε σε έναν κόσμο όπου η εργασία είναι όχι μόνο παραγωγική, αλλά δίκαιη και ανθρώπινη.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα