Μια τέτοια μεταβολή, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει πυροδοτήσει ποικίλες αντιδράσεις.

Αντιμετωπίζοντας το ζήτημα όσο το δυνατόν πιο σφαιρικά και αντικειμενικά, τα επιχειρήματα τόσο υπέρ, όσο κατά της ίδρυσης των μη κρατικών Πανεπιστημίων, έχουν βαρύτητα και υπόσταση. Επομένως, ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων, το ζήτημα χρειάζεται να τεθεί στο μικροσκόπιο με γνώμονα αποκλειστικά το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας και της εκπαίδευσης.

Χθες, στις 11 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκαν πανελλαδικές κινητοποιήσεις, σε πολλές πόλεις, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη λειτουργία μη κρατικών Πανεπιστημίων στη χώρα μας, στις οποίες συμμετείχαν τόσο φοιτητές και μαθητές, όσο και καθηγητές των ΑΕΙ. Βασικοί προβληματισμοί όσων τάσσονται κατά του επίμαχου νομοσχεδίου είναι η συρρίκνωση και η υποτίμηση των δημοσίων Πανεπιστημίων, ενώ ταυτόχρονα γίνεται λόγος και για τη δημιουργία αποφοίτων «δύο ταχυτήτων».

Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να αγνοηθούν οι προαναφερθέντες προβληματισμοί, καθώς τα νεόδμητα, μη κρατικά Πανεπιστήμια θα προσφέρουν εκσυγχρονισμένα προγράμματα σπουδών, εμπνευσμένα από τα πρότυπα του εξωτερικού, θα υιοθετούν διαφορετικές τάσεις ως προς τον τρόπο και τα μέσα διδασκαλίας, ενώ πιθανότατα θα υπάρχει διαφοροποίηση και στα προγράμματα σπουδών.

Μια τέτοια εξέλιξη είναι πιθανό να αμβλύνει τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες και να οδηγήσει σε σταδιακή υποβάθμιση των πτυχίων που απονέμονται από τα δημόσια Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, καθώς, εκ των πραγμάτων, απέχει παρασάγγας ο τρόπος και το ύψος της χρηματοδότησης.

Πολλοί εξ ημών, έχοντας περάσει από δημόσιο Πανεπιστήμιο, γνωρίζουμε εκ των έσω τις επικρατούσες συνθήκες. Απαρχαιωμένα κτίρια με μικρές αίθουσες και πεταμένα ολούθε απορρίμματα και αποτσίγαρα. Πανό φοιτητικών οργανώσεων κοσμούν τους διαδρόμους, ενώ οι κομματικοποιημένοι φοιτητές τάζουν σημειώσεις στους πρωτοετείς σε αντάλλαγμα μιας ψήφου.

Ο αριθμός των διδασκόντων είναι σχεδόν πάντα ανεπαρκής και αδυνατεί να ανταπεξέλθει στον τεράστιο αριθμό φοιτητών. Πολλά προγράμματα σπουδών, ειδικά στις θεωρητικές επιστήμες, αρνούνται επιδεικτικά να εντάξουν μαθήματα που πράγματι θα δώσουν χειροπιαστά εφόδια στους αποφοίτους τους για την εύρεση εργασίας και, αντ’ αυτού, επιμένουν σε μια εκνευριστική εσωστρέφεια.

Αξιοσημείωτος είναι και ο αριθμός των λιμναζόντων προπτυχιακών φοιτητών, ειδικά σε συγκεκριμένα τμήματα, όπου κάποιοι καθηγητές προβαίνουν σε ξεκάθαρη κατάχρηση εξουσίας και λειτουργούν με συμπάθειες. Τέλος, οι υποψήφιοι διδάκτορες αναλαμβάνουν το ένα χαμαλίκι μετά το άλλο, αμισθί – εκτός αν κατορθώσουν να εξασφαλίσουν κάποια υποτροφία – καθώς το κράτος τους αντιμετωπίζει σαν μελλοντικούς διδάσκοντες μεν, επ’ ουδενί, όμως, σαν εργαζόμενους που παράγουν ερευνητικό έργο και πρέπει να αμείβονται δε.

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που συναντά κανείς στα δημόσια Πανεπιστήμια, τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, οφείλονται στην κρατική υποχρηματοδότηση. Ένα βασικό επιχείρημα που ξεστομίστηκε, λοιπόν, είναι: «Γιατί να μην αναβαθμιστούν τα ήδη υπάρχοντα προγράμματα σπουδών αντί να κατατεθούν όλοι αυτοί οι πόροι για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια;»

Υπάρχει μια ηθική αντίληψη, η οποία συνδέεται με το απόφθεγμα: «Τα αγαθά κόποις κτώνται». Υπό αυτό το πρίσμα, εύλογα καταγράφεται μια αγανάκτηση σε σημαντική μερίδα πολιτών που απέκτησε ένα πτυχίο με πολυετή μελέτη και θυσίες. Γι’ αυτό, απαιτείται αυστηρή αξιολόγηση των φοιτητών που θα εγγράφονται στα μη κρατικά Πανεπιστήμια, για να αποτραπεί η θέση που θέλει τους εν λόγω φοιτητές να «εξαγοράζουν» απλώς το πτυχίο τους.

Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα, σε αυτό το πλαίσιο, είναι αυτό του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, το οποίο λειτουργεί, κατά βάση, εξ αποστάσεως, προσφέροντας αναγνωρισμένα πτυχία έναντι διδάκτρων, με πλήρη ευελιξία. Αν πράγματι, λοιπόν, αξιολογούνται δεόντως οι φοιτητές στα μη κρατικά Πανεπιστήμια, και θέλουμε να λειτουργούμε συμπεριληπτικά, γίνεται αντιληπτό ότι έτσι προσφέρεται η δυνατότητα σπουδών σε άτομα που έκαναν οικογένεια ή αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις πανελλήνιες εξετάσεις. 

Βέβαια, οι πανελλήνιες είναι από μόνες τους ένα μελανό σημείο στο πεδίο της ελληνικής εκπαίδευσης, το οποίο χρειάζεται να αναπλαισιωθεί, αλλά αυτό είναι μια διαφορετική συζήτηση. Επιπλέον, ζούμε σε μία χώρα όπου η εισαγωγή σε κάποιο τμήμα του δημοσίου Πανεπιστημίου είναι μονόδρομος. Τι συμβαίνει, όμως, αν η σχολή επιτυχίας δεν συνάδει με τα ενδιαφέροντα του επιτυχόντα; Θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί, αντί να αναζητήσει μια εναλλακτική; 

Κι αν δεν καταφέρει να εισαχθεί σε κάποια σχολή μέσω των πανελληνίων εξετάσεων, τότε θα πρέπει να μείνει εντελώς εκτός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή να ξαναμπεί στην ίδια, άκρως ψυχοφθόρα διαδικασία των εξετάσεων;

Ως γνωστόν, δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο.

Καταρχάς, είναι μια πραγματικότητα πως η χώρα μας είναι η μοναδική που δεν προσφέρει ιδιωτικά προγράμματα σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης.

Αυτό έχει ως απότοκο μεγάλο ποσοστό των υποψήφιων φοιτητών να μεταβαίνει σε άλλες χώρες με χαμηλά δίδακτρα (Βουλγαρία, Σλοβακία κ.ά.) ή με υψηλότερα δίδακτρα, αναζητώντας υποτροφίες – μαζί με ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον – όπως Κύπρος, Ολλανδία, Σουηδία ή Βέλγιο.

Καθαρά από άποψη εγχώριας οικονομίας, αυτό συνεπάγεται μικρότερο καταναλωτικό κοινό για τις επιχειρήσεις (μικρομεσαίες και μη). Ακόμη, ακολουθεί το γνωστό φαινόμενο του brain drain, το οποίο έχει αποδεκατίσει τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ολοένα αυξανόμενη είναι και η γήρανση του πληθυσμού. Βεβαίως, η ανεργία, οι ευτελείς μισθοί, οι ανισότητες, τα εξαιρετικά υψηλά ενοίκια, η παροχή περιορισμένων ευκαιριών στους νέους, ταλαντούχους αποφοίτους, καθώς επίσης και το βιοτικό επίπεδο συμβάλλουν τα μέγιστα ως προς τα παραπάνω ζητήματα. Οπότε, γενικότερα, πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

Ωστόσο, η δημιουργία μη κρατικών Πανεπιστημίων θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά έστω και σε ποσοστό 10% για αρχή. Συν τοις άλλοις, στόχος είναι η προσέλκυση και φοιτητών από άλλες χώρες στην Ελλάδα, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομία σε όλους τους τομείς: Ενοικίαση κατοικιών, υπηρεσίες μεταφορών, εστίαση, νυχτερινή διασκέδαση κ.λπ. Επιπροσθέτως, αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα είναι η προσφορά νέων θέσεων εργασίας, όχι μόνο για τους επιστήμονες και μελλοντικούς διδάσκοντες, αλλά και για τις υπηρεσίες καθαριότητας, γραμματειακής υποστήριξης, φύλαξης ή υποδοχής.

Η κρίση ενός νομοσχεδίου που δεν έχει υλοποιηθεί ώστε να αξιολογηθεί εκ του αποτελέσματος, αποτελεί πρόκληση για κάθε ευσυνείδητο πολίτη. Άσχετα με το ποιο κόμμα στηρίζει ο καθένας εξ ημών στην κάλπη, οι βασικές ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας είναι κοινές στη βάση τους: Τομές με έμφαση στην αναβάθμιση της εργασίας, της εκπαίδευσης και του συστήματος υγείας.

Μέχρι στιγμής, έχοντας ως χάρτη τις δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη, έρχονται στην επιφάνεια ορισμένα ερωτηματικά από άποψη διαφάνειας, ισότητας και κόστους:

– Με ποιους τρόπους θα εξασφαλιστεί η διαφάνεια στην ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων; Πώς θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι δεν «κρύβονται» μεγαλύτερα συμφέροντα πίσω από αυτό;

– Οι προσλήψεις των εργαζόμενων στα μη κρατικά Πανεπιστήμια θα γίνονται επί ίσοις όροις ή θα δίνεται προτεραιότητα σε συγκεκριμένα πρόσωπα;

– Μπορεί να διασφαλιστεί η άνευ όρων ισότητα ανάμεσα στους αποφοίτων των δημόσιων ΑΕΙ και σ’ εκείνους του μη κρατικού Πανεπιστημίου;

– Πώς θα μεριμνήσει το κράτος για τον ταυτόχρονο εκσυγχρονισμό των ήδη υφιστάμενων κρατικών Πανεπιστημίων και τι είδους χρηματοδοτήσεις θα δοθούν για τη στήριξή τους;

Τέλος, προτεινόμενο θα ήταν κι ένα αξιοκρατικό σύστημα αξιολόγησης, μέσω του οποίου θα διοχετεύονται δεδομένα αναφορικά με τις διαφοροποιήσεις στην ποιότητα των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών, με σκοπό να πραγματοποιούνται κινήσεις εξισορρόπησης. Στο ίδιο πλαίσιο, κρίνεται απαραίτητη η επαφή με την αγορά εργασίας, με τη διεξαγωγή ερευνών ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποια προτίμηση στους πτυχιούχους των μη κρατικών Πανεπιστημίων ή στους πτυχιούχους των δημόσιων ΑΕΙ.

Διότι, κάθε κράτος δικαίου που αποφασίζει να ενισχύσει τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες επιβάλλεται να εξασφαλίζει πρωτίστως την τήρηση ίσων αποστάσεων και να πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο μόνο όταν εξυπηρετεί τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Σε κάθε άλλη περίπτωση, υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα