Η παιδεία που προσφέρεται σε μία χώρα, ως επί το πλείστον, αντανακλάται στον τρόπο λειτουργίας της, στις κοινωνικές τάσεις, στη νοοτροπία των πολιτών και στο συνολικό σύστημα διαβίωσης. Στην Ελλάδα, οι συνθήκες γύρω από τον πυρήνα και τις επιδιώξεις της παιδείας δεν έχουν ωριμάσει σε ικανοποιητικό βαθμό, έτσι ώστε η χώρα μας να ανταγωνίζεται άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου παράγεται ουσιαστικό έργο. Για την ακρίβεια, παρατηρείται πεισματική άρνηση ως προς μια ενδεχόμενη εξέλιξη, υιοθετώντας πρότυπα του εξωτερικού, τα οποία, αποδεδειγμένα, απέφεραν καρπούς. Αυτό μεταφράζεται σε στείρα γνώση, παπαγαλία, απαρχαιωμένα σχολικά εγχειρίδια και παντελή αδιαφορία για την ουσιώδη αγωγή του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, καταλήγοντας στην κορωνίδα των προβλημάτων: Τις Πανελλήνιες εξετάσεις.

Παρά το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου συστήματος για την εισαγωγή των νέων στο Πανεπιστήμιο έχει αμφισβητηθεί ουκ ολίγες φορές, προφανώς θα χρειαζόταν να διατεθούν αξιοσημείωτοι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι για να σχεδιαστεί μια αναβαθμισμένη εναλλακτική – μια κίνηση στην οποία ο κρατικός μηχανισμός, προφανώς, δεν επιθυμεί να προβεί για δικούς του λόγους. Εντούτοις, οι δηλώσεις του κ. Γιώργου Μπαμπινιώτη, Ομότιμου Καθηγητή Γλωσσολογίας και πρώην Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, εξέφρασαν πολλούς εξ ημών και δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για να τεθεί επί τάπητος το μείζον αυτό ζήτημα.

Αναφορικά με το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του, ο κ. Μπαμπινώτης δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά για συμφέροντα και στρεβλώσεις, με απώτερο σκοπό να βολευτούν ορισμένοι σε ένα κατεστημένο. Επίσης, επανέλαβε μια κούφια φράση που επιμένουμε να αναπαράγουμε, χωρίς ωστόσο κινητοποιούμαστε για την πραγμάτωσή της: «Είναι θέμα παιδείας». Κι εδώ, είναι σημαντικό να γίνει εκ νέου ένας περίπλοκος διαχωρισμός: Η παιδεία δεν συνεπάγεται εκπαίδευση, ούτε η εκπαίδευση συνεπάγεται παιδεία.

Η εκπαίδευση προσανατολίζεται στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ η παιδεία διδάσκει τον σεβασμό και τις αξίες.

«Πρέπει να ξεπεραστούν αγκυλώσεις και στρεβλώσεις που έχουν δημιουργήσει κάποια συμφέροντα, κάποιους ανθρώπους που έχουν βολευτεί με αυτό τον τρόπο ή κερδίζουν χρήματα. Αυτά, αν έχεις το θάρρος να τα ξεπεράσεις, μπορείς να δώσεις λύσεις. Αλλιώς μένεις στο κατεστημένο και περνάς αυτά που περνάς, δηλαδή έχεις τρία χρόνια χαμένα από την παιδεία. Και όλοι μας λέμε συνεχώς ότι είναι θέμα παιδείας αυτό ή θέμα παιδείας το άλλο».

«Ποιας παιδείας; Μιας παιδείας, η οποία σταματάει στην πραγματικότητα στο γυμνάσιο; Μιας παιδείας που πλέον έχει πάψει να έχει χαρακτήρα και αγωγή; Διότι, όταν μιλάς για μορφές συμπεριφοράς, για αξίες, για κανόνες, για αρχές, σε θεωρούν δεξιό, συντηρητικό, χουντικό και δεν ξέρω τι άλλο. Με άλλα λόγια, πότε θα ελευθερωθεί ο δάσκαλος να κάνει και την αγωγή και το μάθημά του και να έχει μία άνεση και ένα σεβασμό από τους ανθρώπους αλλά και μια καλή αμοιβή; Να μπορεί, δηλαδή, να σταθεί στην κοινωνία χωρίς να χρειάζεται να έχει δύο και τρεις ενασχολήσεις; (…)».

«Το σχολείο δεν είναι μόνο πληροφορίες και γνώσεις. Το σχολείο είναι και αγωγή. Είναι τρόπος ζωής, συμπεριφοράς, μόρφωσης, χαρακτήρα. Και αυτό το δεύτερο κομμάτι έχει χαθεί».

Σε σχέση με την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ο κ. Μπαμπινώτης πρότεινε να γίνεται με «ακαδημαϊκό απολυτήριο», το οποίο θα είναι το απολυτήριο λυκείου, επί της ουσίας, με στόχο να αξιολογούνται οι επιδόσεις των υποψήφιων φοιτητών στο σύνολό τους, σε βάθος τριετίας. Συγχρόνως, ανέδειξε με εξαιρετική γλαφυρότητα τα τρωτά σημεία του τρέχοντος συστήματος, αναφέροντας, μεταξύ άλλων: «Ηδη, από το 2009 που κάναμε τον εθνικό διάλογο για την παιδεία, λέω ότι αυτό το σύστημα με τις Πανελλήνιες δεν τραβάει άλλο».

«Είναι άδικο, είναι απάνθρωπο, είναι σκληρό, είναι αναξιόπιστο. Δεν μπορείς να κρίνεις ένα παιδί σε μια εξέταση ενός τρίωρου που μπορεί να συμβεί κάτι. Τις δυνατότητες, όμως, που έχει ένα παιδί στα τρία χρόνια της απόδοσής του και τις επιδόσεις του στο λύκειο, θα έπρεπε να κοιτάμε».

«Έτσι λειτουργεί όλη η Ευρώπη. Έτσι λειτουργούν μεγάλα Πανεπιστήμια στο εξωτερικό. Σου ζητάνε, δηλαδή, το απολυτήριό σου και τη βαθμολογία σου στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, στις τρεις τάξεις του λυκείου. Εκεί, λοιπόν, έχουν μια εικόνα σου και οι σχολές οι οποίες έχουν πολύ περιορισμένο αριθμό και δεν μπορούν να το ανοίξουν και κάνουν και μια πρόσθετη εξέταση σε κάποια αντικείμενα, εφόσον χρειάζεται. Στις περισσότερες σχολές, δεν χρειάζεται αυτό και ο τρόπος που μπαίνεις στο Πανεπιστήμιο είναι η ταυτότητά σου, όπως φαίνεται από το ακαδημαϊκό, ας το πούμε έτσι, απολυτήριο. Αυτό που προτείνω, λοιπόν, είναι να έχουμε ένα σύστημα εισαγωγής που θα στηρίζεται στο απολυτήριο λυκείου, το οποίο θα προκύπτει βάσει της συνολικής επίδοσης του μαθητή στα τρία έτη του λυκείου».

Εν συνεχεία, ο κ. Μπαμπινιώτης δήλωσε αυτά που σκέφτονται αρκετοί από εμάς σε συνάρτηση με την υποβάθμιση του λυκείου, καθώς προορίζεται απλώς ως προθάλαμος για την προετοιμασία σε μαθήματα κατεύθυνσης με συντελεστή βαρύτητας.

«Είναι γεγονός ότι έχει αχρηστευθεί ένα λύκειο που όλα τα μαθήματα, ξέρετε του λυκείου δεν μετράνε πια, δηλαδή δεν τα υπολογίζει κανένας, κοιτάει πότε θα λείψει, πώς θα διαβάσει κάτι παραπάνω για να δώσει εξετάσεις. Όσοι, λοιπόν, έχουμε μια αντίληψη του τι συμβαίνει στην εκπαίδευση, το ζούμε αυτό το πράγμα και είναι το χειρότερο που μας έχει συμβεί. Τώρα θα πει κανείς ναι, αλλά θα υπάρξουν πιέσεις στους καθηγητές να δώσουν βαθμούς κ.λπ. Υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα που λέγεται τράπεζα θεμάτων. Εκεί, λοιπόν, δίδονται κατά καιρούς μέσα στο σχολείο το ίδιο, με διόρθωση από τους καθηγητές, θέματα από την τράπεζα θεμάτων που αντικειμενικά πια έχεις μια βαθμολόγηση».

«Δηλαδή, εάν έχει βάλει ο καθηγητής 19 και στην εξέταση με τα θέματα από την τράπεζα θεμάτων πάει στο 14, από εκεί και έπειτα θα υπάρξει ένας ενδιάμεσος βαθμός και τανάπαλιν. Άρα, μιλάμε για μια παράλληλη αναβάθμιση της τράπεζας θεμάτων, η οποία πρέπει να είναι κάτι ουσιαστικό για να υπάρχει δικαιοσύνη. Και νομίζω ότι θα στηθεί ξανά με αυτόν τον τρόπο παιδευτικά το λύκειο».

Η ποιότητα ζωής σε μία χώρα διακρίνεται, κατά βάση, από τρεις τομείς: Την αξιοπρεπή εργασία, την ουσιώδη παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη. Σαφώς, συντελούν τόσο η προστασία του περιβάλλοντος, όσο και επιμέρους παράγοντες, όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η γραφειοκρατία, η στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η κρατική αλληλεγγύη κ.ά.

Όσο τετριμμένα και διαρκώς επαναλαμβανόμενα κι αν φαίνονται κάποια ζητήματα, θα εξακολουθήσουν να επανέρχονται στην επιφάνεια έως ότου γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την βελτιστοποίησή τους.

Διότι, η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής, ούτε διεξάγεται ουσιαστικό έργο στο σχολείο. Επίσης, η γη δεν είναι επίπεδη και πρέπει να σταματήσει κάπου αυτή η κατάφωρη υποτίμηση της νοημοσύνης των Ελλήνων πολιτών.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα