Η γλώσσα μας αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο που έχει την ικανότητα να διαμορφώνει τις αντιλήψεις, τις στάσεις και τις πεποιθήσεις μας. 

Στις μέρες μας – με τη διαρκή εξέλιξη των κοινωνικών κανόνων και την πολιτική ορθότητα πιο ενεργή από ποτέ – ορισμένες λέξεις (aka βρισιές), που κάποτε θεωρούνταν άκρως προσβλητικές μπορεί να έχουν χάσει πια τη «δύναμή» τους ή να έχουν αλλάξει νόημα με την πάροδο του χρόνου, να έχουν γίνει λιγότερο «ταμπού» ή ακόμη και να έχουν εισέλθει σε μία πιο γενική χρήση.

Πράγμα λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως σε πολλές χώρες παγκοσμίως αλλά, τα τελευταία χρόνια, και στην Ελλάδα, η αυξημένη ευαισθητοποίηση για θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, τα παγκόσμια κινήματα που υποστηρίζουν την ισότητα καθώς και η επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχουν οδηγήσει σε μία πληθώρα αλλαγών στους πολιτιστικούς κανόνες, τις πολιτικές εκτιμήσεις – και όχι μόνο. 

Μία από αυτές τις αλλαγές αφορά και την επανεκτίμηση της γλώσσας που χρησιμοποιούμε και του όποιου αντίκτυπου μπορεί να έχει, γεγονός που αντανακλά μία ευρύτερη κοινωνική προσπάθεια για την προώθηση της ισότητας και του σεβασμού για όλα τα άτομα.

Άρα, γιατί λέξεις όπως το π***ανα και το π**στης δεν αποτελούν πλέον βρισιές;

Αμφισβητώντας το στίγμα και τις παρανοήσεις

Τόσο οι συγκεκριμένες λέξεις που αναφέραμε παραπάνω, όσο και πολλές ακόμη, τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνται αυθαίρετα, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας το πραγματικό τους νόημα. Η χρήση υποτιμητικής γλώσσας, όμως, που στην πραγματικότητα περιγράφει ανθρώπους που είτε έχουν διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα (βλ. «π**στης»: ο παθητικός ομοφυλόφιλος άντρας) είτε ασκούν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα-λειτούργημα (βλ. π***άνα: η πόρνη, η εργαζόμενη του σεξ), όχι μόνο διαιωνίζει το στίγμα αλλά ενισχύει και επιβλαβείς παρανοήσεις. 

Ο στιγματισμός αυτός, εκτός όλων όσων προκαλεί, συχνά μας κάνει να αγνοούμε την πολυπλοκότητα – άρα και τη μετέπειτα αντιμετώπιση – των σοβαρών ζητημάτων που επηρεάζουν τις ομάδες αυτές, όπως είναι η βία, η έλλειψη νομικής προστασίας και ο κοινωνικός αποκλεισμός.

Προώθηση της ισότητας

Τα λόγια μας έχουν τη δύναμη να εξυψώσουν και να ενδυναμώσουν ή να περιθωριοποιήσουν και να βλάψουν. Αναγνωρίζοντας ότι λέξεις όπως αυτές, δεν έχουν πλέον την ίδια αρνητική δύναμη, μπορούμε να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας κοινωνίας πιο συμπονετικής, χωρίς αποκλεισμούς και με ίσα δικαιώματα για όλους.

Αυτό, φυσικά, απαιτεί να αφήσουμε πίσω μας τις προσβολές, να «αγκαλιάσουμε» νέες αντιλήψεις, να αμφισβητήσουμε τις κοινωνικές προκαταλήψεις και να ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο την υποστήριξη για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες. 

Σεβασμός στα όρια

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η γλώσσα έχει διαφορετικά βάρη και ερμηνείες για διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι, συγκεκριμένοι όροι, όπως π***άνα, π***στης, αλλά και πολλές ακόμη που χρησιμοποιούμε αυθαίρετα ως «βρισιές», δεν αποκλείεται να έχουν οδυνηρές συνέπειες για ορισμένα άτομα και, συνεπώς, εξαιρετικά βαρύ αντίκτυπο για την ψυχική τους υγεία

Η δημιουργία ενός ασφαλούς και χωρίς αποκλεισμούς χώρου απαιτεί από εμάς να αντιμετωπίζουμε κάθε άνθρωπο με κατανόηση και ευαισθησία, σεβόμενοι πάντοτε τα όρια και τις βιωμένες εμπειρίες του.

Κατανόηση της Εξέλιξης της Γλώσσας

Η γλώσσα δεν είναι στατική. Αντιθέτως, αποτελεί μία ζωντανή οντότητα που αλλάζει συνεχώς, μετατοπίζεται και προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Και καθώς βρισκόμαστε στην χρονική περίοδο, όπου η κοινωνία αρχίζει και συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τις πολυπλοκότητες γύρω από ζητήματα, όπως είναι η σεξουαλική εργασία ή η διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα, σε συνδυασμό με την ανάγκη για αποδοχή και σεβασμό, λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν κάποτε για να υποτιμήσουν ή να προσβάλλουν άτομα ή ομάδες πλέον αμφισβητούνται και μετασχηματίζονται.

Και αυτό ακριβώς είναι που θέλουμε!

Η γλώσσα ως εργαλείο ενσυναίσθησης

Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, ότι η γλώσσα μπορεί να συμβάλει τόσο στην διαιώνιση επιβλαβών στερεοτύπων όσο και στην περιθωριοποίηση των ήδη ευάλωτων κοινοτήτων, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε ένα περιβάλλον, όπου όλοι θα νιώθουν ασφάλεια και σεβασμό. Αντί, λοιπόν, να καταφεύγουμε σε υποτιμητικούς όρους, οφείλουμε να επιλέγουμε τη γλώσσα – άρα και την κοινωνία – εκείνη που να αναγνωρίζει τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων και να προάγει την κατανόηση και την ενσυναίσθηση.

Η γλώσσα είναι δύναμη. Μία δύναμη που αντανακλά τις εξελισσόμενες κοινωνικές μας αξίες. Έχει, όμως και τη δύναμη να ενώνει, να βελτιώνει και να εμπνέει για θετικές αλλαγές. Αν επιλέγουμε τα λόγια μας προσεκτικά, επαναπροσδιορίζοντας συγχρόνως όρους που κάποτε θεωρούσαμε «βρισιές», και «αγκαλιάσουμε» την κατανόηση και την αποδοχή, θα είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στην οικοδόμηση ενός κόσμου που θα σέβεται στην πράξη την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα