Όσοι βιοποριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο από τη δουλειά μας, αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικό είναι το ποσό του μισθού που εμφανίζεται στον τραπεζικό μας λογαριασμό κάθε μήνα. Διότι, μπορεί τα χρήματα να μη φέρνουν την ευτυχία, αλλά φέρνουν το φαγητό στο τραπέζι, καλύπτουν το ενοίκιο του σπιτιού, των καυσίμων και συναφών πάγιων εξόδων.

Όταν, λοιπόν, βρισκόμαστε για ένα εύλογο χρονικό διάστημα σε μια επιχείρηση και τα νούμερα στην τράπεζα παραμένουν «παγωμένα», μοιραία μπαίνουμε σε μία διαδικασία αναστοχασμού. Διερωτόμαστε αν θα μας δοθεί κάποια αύξηση, αν εκτιμάται η δουλειά μας και αν αξίζει να επενδύσουμε στην εν λόγω θέση εργασίας, ενώ τα χρήματα που λαμβάνουμε δεν είναι ανάλογα. Έπειτα από πολλή σκέψη, λοιπόν, καταλήγουμε στη γενναία απόφαση να ζητήσουμε αύξηση από τον εργοδότη μας.

Αν είσαι κι εσύ σε παρόμοια φασούλα, να πώς ΔΕΝ πρέπει το κάνεις.

«Θέλω αύξηση. Διαφορετικά, ξεκινάς να ψάχνεις αντικαταστάτη από αύριο»

Ομολογουμένως, σε πολλές περιπτώσεις οι εργοδότες υιοθετούν το «στρίβειν διά του αρραβώνος».

Αποφεύγουν, δηλαδή, να προσφέρουν αυξήσεις στους εργαζόμενους είτε επειδή τα κέρδη της επιχείρησης δεν επαρκούν για να προβούν σε τέτοιες κινήσεις, είτε επειδή θεωρούν ότι είναι αναλώσιμοι και δεν αξίζει να τους ανταμείψουν με περισσότερα χρήματα. Η δεύτερη, ειδικά, περίπτωση δεν σηματοδοτεί ένα υγιές εργασιακό περιβάλλον. Ωστόσο, όταν η εργασία μετατρέπεται σε εκμετάλλευση και ένας εργαζόμενος αδυνατεί να ανταποκριθεί στα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα, μοιραία θα αναγκαστεί να αναζητήσει αλλού εργασία.

Όσο κι αν τέτοιου είδους καταστάσεις μας προκαλούν θυμό, χρειάζεται να διατηρήσουμε τον επαγγελματισμό μας, κρατώντας τους τόνους χαμηλά και αποφεύγοντας επουσιώδεις διαξιφισμούς με την εργοδοσία.

«Γιατί ο τάδε παίρνει περισσότερα από μένα; Δεν κάνω εξίσου καλή δουλειά»;

Οι συγκρίσεις με άλλους συναδέλφους είναι κάτι παραπάνω από περιττές. Χρειάζεται να θυμόμαστε πάντα πως, ένα μεγάλο ποσοστό των απολαβών μας, εξαρτάται από το πόσο καλά έχουμε «πουλήσει» τον εαυτό μας στα πρώτα στάδια των συνεντεύξεων. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι υποτονικοί εργαζόμενοι με έλλειψη αυτοπεποίθησης που δεν έχουν την τάση να παρουσιάζουν ελκυστικά τον εαυτό τους, απολαμβάνουν χαμηλότερες αμοιβές.

Παρ’ όλα αυτά, αν η επιχείρηση αξιολογεί δίκαια τους εργαζόμενους, τότε όσοι παρέχουν την ίδια ποσότητα και ποιότητα εργασιών στους ίδιους χρόνους, θα έπρεπε να αμείβονται ισάξια σε δεύτερο χρόνο. Εντούτοις, ακόμη κι αν διαπιστωθεί μια τέτοια αδικία, ο συνάδελφός μας δε φέρει κάποια ευθύνη, επομένως θα ήταν προτιμότερο να μείνει έξω από τη συζήτηση.

Αντ’ αυτού, θα ήταν προτιμότερο να υποστηρίξουμε, με ειλικρίνεια και ευγένεια, ότι κατά την άποψή μας, η ποιότητα της δουλειάς μας θα έπρεπε να λάβει μεγαλύτερη αναγνώριση.

Θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθούν τέτοιες συζητήσεις μέσω e-mail ή μηνυμάτων

Ναι, πράγματι, δεν αποκλείεται να τρέμουν τα πόδια μας καθώς μπαίνουμε στο γραφείο του εργοδότη μας, με σκοπό να του ζητήσουμε αύξηση. Είναι απόλυτα λογικό, όταν πρόκειται να κάνουμε μια τόσο τολμηρή κίνηση, οι παλμοί μας να βρίσκονται στα ουράνια, το άγχος να είναι στο ζενίθ και το στομάχι μας να γίνεται ναυτικός κόμπος.

Όσο στρεσογόνο κι αν είναι αυτό που πρόκειται να κάνουμε, όμως, είναι υψίστης σημασίας να γίνει σε προσωπική συζήτηση, αντί να επιλέξουμε την (φαινομενικά) εύκολη οδό του e-mail ή του μηνύματος. Η σοβαρότητα του αιτήματος απαιτεί φυσική παρουσία, επαγγελματισμό και συζήτηση με επιχειρήματα.

Κι αν δεν είσαι σίγουρος τι στα κομμάτια να φέρεις ως επιχείρημα για αύξηση, ιδού:

– Είμαι χρόνια στην επιχείρηση, ξέρω πολύ καλά πώς λειτουργεί και θεωρώ ότι είμαι πολύ σημαντικό μέλος της

– Μιας και η συνεργασία μας κυλά πολύ ομαλά και έχω εξοικειωθεί με τις περισσότερες αρμοδιότητες, θα ήθελα να αναλάβω περισσότερες ευθύνες

– Εφόσον σημαντικότατες διεργασίες βρίσκονται στη δική μου δικαιοδοσία και οι αριθμοί επιβεβαιώνουν πως όλα βαίνουν καλώς, θα ήθελα να επαναδιαπραγματευθούμε το θέμα της αμοιβής μου

– Από τη στιγμή που είμαι το βασικό στέλεχος που καλείται να διαχειριστεί τις καταστάσεις στο τάδε τμήμα, θεωρώ ότι μπορούμε να δούμε και επίσημα το ζήτημα των περισσότερων ευθυνών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Κι αν λάβω αρνητική απάντηση;

Η πικρή αλήθεια είναι, πως, στην περίπτωση που μετά από μια μακροχρόνια συνεργασία ο εργοδότης από μόνος του δεν προτείνει μια αύξηση/εξέλιξη, τότε είναι κάπως απίθανο να αλλάξει αυτό. Όσες εταιρείες επενδύουν στο εργατικό δυναμικό τους, έχουν την τάση να ανταμείβουν την εξέλιξη και την αφοσίωση χωρίς απαραίτητα να τους ζητηθεί.

Σίγουρα, μερικές φορές χρειάζεται να ασκήσουμε μια μικρή πίεση για καλύτερες απολαβές, χωρίς απραίτητα να προβαίνουμε σε ακρότητες και εντάσεις. Συνεπώς, αν σε πρώτη φάση νιώσουμε ότι η επιχείρηση δεν εκτιμά αναλόγως τις υπηρεσίες μας, είναι πολύ εντάξει να συζητήσουμε γι’ αυτό.

Τώρα, αν και σε δεύτερη φάση εξακολουθήσουμε να εισπράττουμε αδιαφορία και παθητικότητα, τότε είναι στο χέρι μας το αν θα βγούμε για κυνήγι νέας εργασίας ή αν θα παραμείνουμε σε μια παγιωμένη θέση.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα