Η ιδέα πίσω από τον όρο «καταθλιπτικός ρεαλισμός» βρίσκεται σε περίοπτη θέση στον επιστημονικό κόσμο εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες. Ουσιαστικά, αυτό που περιγράφει ο συγκεκριμένος ψυχολογικός όρος, είναι ότι τα άτομα με κατάθλιψη τείνουν να έχουν πιο ακριβή εκτίμηση και αντίληψη της πραγματικότητας από εκείνα χωρίς κατάθλιψη, καθώς δεν δημιουργούν μια ωραιοποιημένη έκφανση της πραγματικότητας. 

Βλέποντας την ωμή πραγματικότητα και τις αρνητικές πτυχές της καθημερινής ζωής, οι καταθλιπτικοί ρεαλιστές έχουν περισσότερο τον έλεγχο του κόσμου γύρω τους, δεδομένου ότι προετοιμάζονται ψυχολογικά για τα άσχημα γεγονότα, σε αντίθεση με όσους υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους. 

Ο καταθλιπτικός ρεαλισμός και το πείραμα του 1979 

Η θεωρία του καταθλιπτικού ρεαλισμού βρίσκει τις ρίζες της στο όχι και τόσο μακρινό 1979, και πιο συγκεκριμένα στη μελέτη του διεξήγαγαν οι L.B. Alloy και L.Y. Abramson. Κατά τη διάρκεια ενός απλού πειράματος, οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να προβούν σε μια εκτίμηση για την επιρροή που μπορούσαν να ασκήσουν σε ένα κουμπί και ένα πράσινο φως. Επιχειρώντας να εξετάσουν τη «θεωρία της ανημποριάς», οι Alloy και Abramson χώρισαν εθελοντές φοιτητές σε καταθλιπτικούς και μη, δίνοντας στον καθένα ένα κουμπί και ένα πράσινο φως. 

Τα ευρήματα της μελέτης αποτέλεσαν μια σημαντική καινοτομία στον τομέα της ψυχολογίας. Οι δύο ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι φοιτητές, οι οποίοι έπασχαν από κατάθλιψη, μπορούσαν να αξιολογήσουν πιο σωστά την επιρροή/τον έλεγχο που ασκούσαν στο κουμπί που πατούσαν και στο φως που άναβε. Από τότε μέχρι σήμερα, τα δεδομένα της παραπάνω έρευνας έχουν γίνει «τροφή» για σκέψη με πολλούς μελετητές να ασπάζονται την πολυσυζητημένη ιδέα του καταθλιπτικού ρεαλισμού και άλλους να επιχειρούν να την ανατρέψουν.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί μια νέα έρευνα, η οποία αν και βασίζεται στο αρχικό πείραμα των Alloy και Ambrason, έδωσε στον κόσμο της ψυχολογίας διαφορετικά αποτελέσματα. Η μελέτη δεν διαπίστωσε καμία σχέση μεταξύ των καταθλιπτικών συμπτωμάτων και την κρίση των συμμετεχόντων όσον αφορά στον βαθμό του ελέγχου τους. Αντιθέτως, οι συμμετέχοντες που εμφάνιζαν συμπτώματα κατάθλιψης σε ορισμένες περιπτώσεις υπερεκτιμούσαν τον έλεγχο που ασκούσαν.

Ποιοι είναι πιο πιθανό να βιώσουν καταθλιπτικό ρεαλισμό; 

Σύμφωνα με τον Colin Feltham, καθηγητή ανθρωπιστικής ψυχολογίας και συγγραφέα του βιβλίου Depressive Realism, οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μια εσωστρέφεια και όσοι πάσχουν από μια μέτριας μορφής κατάθλιψη εμφανίζουν μεγάλες πιθανότητες να βιώσουν καταθλιπτικό ρεαλισμό. Ο ίδιος, σημειώνει ότι ως ψυχολογικός όρος, μπορεί να συνδέεται και με τη θεωρία διαχείρισης του τρόμου (terror management theory).

Επί της ουσίας, η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι προκειμένου να βγάλουν από το μυαλό τους έννοιες που προκαλούν φόβο, όπως ο θάνατος, ανατρέχουν στη δική τους παρηγοριά, δημιουργώντας μια «αυταπάτη», πολλές φορές, ώστε να ξεφύγουν από την ίδια τη σκέψη της θνησιμότητάς τους.

Τελικά, χρειαζόμαστε τις αυταπάτες; 

Ο κόσμος στον οποίο ζούμε, μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε επηρεάζει  – θέλοντας και μη – το πώς νιώθουμε και πώς σκεφτόμαστε. Κάποι@ επιλέγουν να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύουν οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους με θλιβερούς όρους, βλέποντας πάντα το ποτήρι μισοάδειο και όχι μισογεμάτο. Άλλ@ πάλι, προτιμούν να ζουν στο δικό τους «ροζ συννεφάκι», δημιουργώντας μια ωραιοποιημένη πραγματικότητα ως άμυνα απέναντι στη σκληρή αλήθεια. Και οι δύο επιλογές έχουν το τίμημά τους, ωστόσο πάντα ο οπτιμισμός και η αισιοδοξία κερδίζουν. 

Εάν υποθέσουμε ότι η κατάθλιψη μπορεί να δημιουργεί αντικειμενικότητα, τότε ναι, οι άνθρωποι που βιώνουν καταθλιπτικό ρεαλισμό αντιλαμβάνονται καλύτερα συγκεκριμένες πτυχές της πραγματικότητας. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί απαραίτητα πλεονέκτημα ή μειονέκτημα. Ο κυνισμός, μπορεί πραγματικά να μας κάνει να δούμε τον κόσμο πιο ρεαλιστικά, αλλά δυστυχώς αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε αυξημένα συναισθήματα απελπισίας ή απαισιοδοξίας. 

Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος με τον οποίο εξηγούμε τον κόσμο μπορεί να έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στη σωματική και συναισθηματική μας υγεία. Η  αισιοδοξία χρησιμεύει ως ασπίδα, αφού μας επιτρέπει να δούμε τον κόσμο από μια φωτεινή πλευρά. Φυσικά, αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι αισιόδοξοι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθημερινότητά τους ή ότι το overdose θετικών σκέψεων μπορεί να μας απεγκλωβίσει με έναν μαγικό τρόπο από την ωμή πραγματικότητα.

Ωστόσο, αυτό που έχει αποδειχθεί είναι ότι η αισιοδοξία δημιουργεί νέες ευκαιρίες, εκεί που η απαισιοδοξία τις «σκοτώνει». 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα