Στην Ελλάδα του πληθωρισμού και της οικονομικής κρίσης, το να απευθυνθεί κανείς σε διαιτολόγο φαντάζει ίσως ουτοπικό, αν αναλογιστούμε ότι μία συνεδρία με επαγγελματία μπορεί να κοστίζει όσο ένα ημερομίσθιο.
Αρχικά, χρειάζεται να δούμε την μεγάλη εικόνα. Οι διαιτολόγοι-διατροφολόγοι είναι ελεύθεροι επαγγελματίες του κλάδου υγείας και δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να θεσπίζει την κατώτατη ή την ανώτατη αμοιβή τους. Έτσι ακολουθούν τους νόμους ζήτησης της ελεύθερης αγοράς. Κοινώς, μπορούν να κοστολογήσουν τις υπηρεσίες τους όπως θέλουν –γεγονός που, πολλές φορές, καθιστά την παροχή διαιτολογικών υπηρεσιών απλησίαστη. Δεν είναι σαφώς λίγες οι περιπτώσεις αισχροκέρδειας και υπερτιμολόγησης των υπηρεσιών με αποτέλεσμα η διαιτολογική πράξη να μετατρέπεται σε κερδοφόρα επιχείρηση, αψηφώντας το πόσο απαραίτητη είναι στην προληπτική ιατρική.
Φυσικά, σε αυτό χρειάζεται να αναλογιστούμε και την ελληνική πραγματικότητα. Οι διαιτολογικές υπηρεσίες φορολογούνται με συντελεστή 24% (όσο δηλαδή και τα προϊόντα προς πώληση), ενώ σε αυτό χρειάζεται να προσθέσουμε τα λειτουργικά έξοδα ενός γραφείου, τις επιμορφώσεις και τους αστάθμητους παράγοντες. Φαίνεται ότι, τελικά, ένα 20-30% των εσόδων κάθε συνεδρίας απομένει στους επαγγελματίες κι αυτό είναι μια φορολογική πραγματικότητα, για την οποία ευθύνεται το κράτος που δεν μεριμνά, ώστε οι υπηρεσίες διαιτολογίας να είναι προσβάσιμες σε όλους, όλες και όλα.

Πώς μπορεί, λοιπόν, κανείς να κινηθεί αν δεν μπορεί να απευθυνθεί σε διαιτολόγο;
Αρχικά όσο παράδοξο κι αν ακούγεται χρειάζεται να σταματήσουμε να δεχόμαστε τόση πολλή και αφιλτράριστη πληροφορία. Το γεγονός ότι ανοίγοντας ένα οποιοδήποτε κοινωνικό δίκτυο ή μία εφαρμογή μπορούμε να βρούμε πληροφορίες για την διατροφή και την υγεία μας, μπορεί να προκαλέσει τρομερή σύγχιση και, τελικά, περισσότερες απορίες. Αντ’ αυτού, αν κάποιο άτομο θέλει κανείς να γίνει ο διατροφολόγος του εαυτού του, προτείνεται να επιλέξει προσεκτικά συγκεκριμένα βιβλία, τα οποία προσφέρουν διατροφική εκπαίδευση και μπορούν να λύσουν απορίες, υποστηρίζοντάς την προσπάθεια για βελτιωμένη διατροφή.
Μια καλή αρχή είναι ο εθνικός οδηγός διατροφής που παρέχεται δωρεάν από την ιστοσελίδα του υπουργείου Υγείας (εδώ). Εκεί βρίσκονται όλες οι διατροφικές συστάσεις για τον γενικό πληθυσμό ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα, ενώ υπάρχει ξεχωριστός οδηγός για εγκύους, θηλάζουσες και παιδιά. Επιπλέον, μπορεί κανείς να επιλέξει ομάδες ρύθμισης βάρους, στις οποίες σαφώς το κόστος είναι χαμηλότερο και το κλίμα της ομάδας μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην οποιαδήποτε προσπάθεια.Πολλές φορές, η ποιότητα είναι προτιμότερη της ποσότητας: Όσοι, όσες και όσα δεν είναι σε θέση να απευθυνθούν οργανωμένα σε έναν διατροφολόγο, θα ήταν ίσως βοηθητικό να καταγράψουν όλες τις απορίες και να κανονίσουν 1-3 συνεδρίες, ώστε στοχευμένα να τεθούν επί τάπητος όλα όσα προβληματίζουν.
Τέλος, χρειάζεται να υπενθυμίζεται πως η διαιτολογική πράξη δεν αφορά μόνο το αδυνάτισμα, αλλά και κλινικές παθήσεις, καθώς επίσης και τις διαταραχές πρόσληψης τροφής. Εκεί, δυστυχώς, το να προσπαθήσει κανείς να πάρει την κατάσταση στα χέρια του ίσως φανεί επιζήμιο. Δεν θα λαμβάναμε μόνοι μας μία δόση φαρμάκου για την αρτηριακή πίεση, αλλά ίσως φαντάζει δελεαστικό να ρυθμίσουμε τον προδιαβήτη διαβάζοντας στο διαδίκτυο. Αν μη τι άλλο, χρειάζεται ωριμότητα και ικανότητα θέσπισης προτεραιοτήτων, προκειμένου να γίνει αντιληπτό ότι μια τέτοια πράξη είναι επικίνδυνη για την υγεία.

Στο σημείο αυτό, μία πολύ χρήσιμη πληροφορία που λίγοι ασθενείς γνωρίζουν είναι ότι στην Ελλάδα παρέχεται διαιτολογική περίθαλψη από τα εξωτερικά ιατρεία και τα ιατρεία παχυσαρκίας των δημόσιων νοσοκομείων. Έτσι, σε περιπτώσεις διαβήτη, νοσογόνου παχυσαρκίας και άλλων κλινικών παθήσεων, οι πολίτες μπορούν να απευθύνονται στα εξωτερικά ιατρεία ώστε να κλείνουν το ραντεβού τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους διαιτολόγους που παρέχουν υπηρεσίες στα δημοτικά ιατρεία.
Ό,τι κι αν επιλέξετε είναι σημαντικό να κινηθείτε με βάση την υγεία, σωματική και ψυχική.
Εικόνες: Shutterstock