Το ιδεατό είναι μία κοινωνική κατασκευή που αλλάζει από εποχή σε εποχή κι αποτελούσε πάντοτε την βάση, για να δημιουργηθούν τα πρότυπα ομορφιάς.
Δεν ήμασταν, όμως, πάντα χοντροφοβικοί. Μόλις λίγες δεκαετίες πίσω, αυτό που σήμερα θεωρούμε υπέρβαρο ήταν το απόλυτο πρότυπο γυναικείας ομορφιάς και θηλυκότητας. Το πάχος προσέδιδε κύρος και δύναμη, καθώς ήταν σημάδι πλούτου και ευημερίας. Ένα εξίσου παχύ σώμα σήμερα, θεωρείται σημάδι τεμπελιάς, λαιμαργίας και έλλειψης αυτοπειθαρχίας.
Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η χοντροφοβία έχει επικρατήσει ως μηχανισμός άσκησης ελέγχου και ντροπής για τα σώματά μας, καθώς εξυπηρετεί τις καταναλωτικές τάσεις και φυσικά, το σύστημα που κυριαρχεί κι ενισχύει τους ανθρώπους που ασχολούνται καταναγκαστικά με την εξάλειψη των «ατελειών» τους, ενώ υπονοεί η παχυσαρκία είναι μια κατ’ επιλογή αποτυχία. Μάλιστα, όλος αυτός ο φόβος για το πάχος, φαίνεται ότι επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες που μεγαλώνουν από πολύ μικρές με το αίσθημα ότι έχουν ένα σώμα μόνιμα προς επιδιόρθωση. Αυτή η στάση απέναντι στα σώματα, δίνει μεγαλύτερο βάρος στο πώς φαίνονται παρά στο πώς νιώθουν οι άνθρωποι μέσα σε αυτά.
Ζώντας κανείς σε ένα μεγαλύτερο σώμα είναι πολύ εύκολο να κατακλυστεί από θυμό, απογοήτευση και απομόνωση
Όταν ένα άτομο ανακαλύπτει ότι το σώμα του μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή αντικείμενο χλευασμού και βιώνοντας επαναλαμβανόμενα υποτιμητικά περιστατικά, είναι πιθανό να αρχίσει να αμφισβητεί την αξία του, αλλά και το χώρο που δικαιούται να καταλάβει στη ζωή. Η δυτική κοινωνία προστάζει –σχεδόν αφοριστικά– την ιεράρχηση των σωμάτων. Βρισκόμαστε σε μία διαρκή πάλη, σε έναν ανταγωνισμό δίχως τέλος όπου καλούμαστε να αποδείξουμε ότι ακόμα κι αν τα σώματά μας δεν πληρούν τις προδιαγραφές των προτύπων, δεν χρειάζεται να κρύβονται, να περιορίζονται, να συρρικνώνονται ή να υπάρχουν ως κάτι κατώτερο.
Η χοντροφοβία βρίσκεται παντού γύρω μας. Είναι απόλυτα κατανοητό ότι η παχυσαρκία δεν απασχολεί την κοινωνία μόνο σε σχέση με ζητήματα υγείας, παρ’ ότι συχνά η επίθεση σε κάποιον για το βάρος του έρχεται συγκαλυμμένα μέσα από αυτό το πέπλο της ανησυχίας. Ακόμη κι αν αυτή η ανησυχία ήταν 100% βάσιμη, η σωματική υγεία δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να χρωστάμε σε κανέναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό μας. Τις περισσότερες φορές, δεν είναι μόνο τα κιλά που προκαλούν δυσφορία, αλλά οι συστηματικές διακρίσεις που βιώνουν τα άτομα σε μεγαλύτερα σώματα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε πόσα εκατομμύρια θα έχανε η βιομηχανία της αισθητικής, αν, κάποια στιγμή, οι γυναίκες αποφάσιζαν ότι τα σώματά τους είναι αρκετά και δε χρειάζεται να συνεχίσουν να πασχίζουν για να φτάσουν την «τέλεια» εικόνα.
Για πολλούς, αυτή η μάχη είναι άνιση
Παλεύοντας κανείς να αποδεχτεί ένα σώμα για του οποίου την «ελαττωματικότητα» κραυγάζουν όλοι γύρω του, είναι πολύ εύκολο να αυτοπαγιδευτεί, καταλήγοντας να μισεί τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και ό,τι του μοιάζει. Φωλιάζοντας η χοντροφοβία μέσα μας δεν μας κάνει μόνο αυστηρούς κριτές του πάχους που παρατηρούμε έξω από εμάς, αλλά διεισδύει σε πολύ βαθύτερα στρώματα: Μας πείθει ότι όλες αυτές οι διακρίσεις σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο, είναι βάσιμες. Το να δεχτεί κανείς ότι είναι εντάξει η αυτοαξία του να λιγοστέψει λόγω των κιλών του, σημαίνει ότι έχει κουραστεί να κουβαλάει όλο αυτό το ψυχικό βάρος της μόνιμης διαμάχης και, τελικά, αφήνεται στο αφήγημα. Καταλαμβάνοντας λιγότερο χώρο στη ζωή, λειτουργώντας συρρικνωτικά σε σχέσεις, πασχίζοντας να αλλάξουμε για τους άλλους, ουσιαστικά παραδινόμαστε σε ό,τι μας επιτάσσει η εποχή.
Νιώθουμε μίσος για τα χοντρά σώματα, ακόμη κι αν τα σώματα αυτά είναι τα ίδια μας τα σώματα –δικά μας ή αγαπημένων μας ανθρώπων– γιατί με αυτό τον τρόπο γαλουχηθήκαμε. Οπισθοχωρούμε σε όσα διεκδικούμε, γιατί αισθανόμαστε ότι δεν δικαιούμαστε να υπάρξουμε ισότιμα με όσα άτομα χαίρουνσυνεχών αξιώσεων χάρη στο σώμα τους. Δεχόμαστε ότι είμαστε λιγότεροι κι αυτή είναι μία στάση παραίτησης κι αυτομομφής. Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Προγραμματιστήκαμε για να μισούμε ό,τι δεν μοιάζει στο ιδεατό, ακόμη κι αν η προσπάθεια γι’ αυτό το ιδεατό μας κοστίζει τα τελευταία αποθέματα της ψυχικής μας αντοχής. Μας μισούμε γιατί είναι πιο εύκολο από το να μας δουν να μας αγαπάμε. Γιατί για μίσος πρόκειται. Δεν υπάρχει φοβία μόνο γύρω από το πάχος, υπάρχει σαφής κατηγορία.
Στη μάχη αυτή με την εικόνα και τους άλλους, δεν αρκεί το να θεραπευτούμε ή να αντέξουμε τις συνέπειες αυτών των διακρίσεων κι έπειτα να επιστρέψουμε πίσω στα ίδια καταπιεστικά πρότυπα. Χρειάζεται να αντισταθούμε σε οτιδήποτε εκεί έξω αποφασίζει για το ποια σώματα είναι περισσότερο άξια και σημαντικά και ποια όχι. Πόσο λυτρωτικό θα ήταν αν καταφέρναμε να μην αξιολογούμε την ύπαρξή μας από το μέγεθός μας;